Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μήδεια (Κερουμπίνι)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτή είναι μια παλιά έκδοση της σελίδας, όπως διαμορφώθηκε από τον MARKELLOS (συζήτηση | συνεισφορές) στις 18:58, 30 Μαΐου 2018. Μπορεί να διαφέρει σημαντικά από την τρέχουσα έκδοση.

Αυτό το λήμμα αφορά στην όπερα του Κερουμπίνι. Για την τραγωδία του Ευριπίδη, δείτε: Μήδεια (Ευριπίδης).
Μήδεια

To εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της παρτιτούρας, Παρίσι, 1797
Πρωτότυπος τίτλος Medée
Γλώσσα πρωτοτύπου Γαλλικά
Είδος Όπερα κομίκ
Μουσικό ρεύμα Κλασικισμός
Μουσική Λουίτζι Κερουμπίνι
Λιμπρέτο Φρανσουά-Μπενουά Οφμάν
Λογοτεχνική πηγή Μήδεια του Ευριπίδη
Πράξεις τρεις
Περίοδος σύνθεσης 1797
Πρεμιέρα 13 Μαρτίου 1797
Θέατρο Θέατρο Φεντώ, Παρίσι

Η Μήδεια είναι όπερα κομίκ σε τρεις πράξεις του Λουίτζι Κερουμπίνι. Το λιμπρέτο του Φρανσουά-Μπενουά Οφμάν είναι βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, Μήδεια, καθώς και στο θεατρικό έργο Μήδεια του Πιέρ Κορνέιγ. Παρουσιάστηκε πρώτη φορά στις 17 Μαρτίου 1797 στο θέατρο Φεντώ στο Παρίσι με τη Γαλλίδα υψίφωνο Ζιλί-Ανζελίκ Σιό στο ρόλο της Μήδειας. Είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του Κερουμπίνι και το μόνο που παίζεται τακτικά έως σήμερα.

Η όπερα, αν και στην πρωτότυπη εκδοχή ήταν στα γαλλικά και συμπεριελάμβανε διαλόγους δίχως συνοδεία μουσικής, έγινε γνωστή τον περασμένο αιώνα με την Ιταλική εκδοχή του λιμπρέτου του Οφμάν και των ρετσιτατίβι του Φραντς Λάχνερ από τον Κάρλο Τσανγκαρίνι. Αυτή την εκδοχή της Μήδειας ερμήνευε η Μαρία Κάλλας επί περίπου δέκα χρόνια, από το 1953 έως το 1962.

Σύνθεση

Στις περισσότερες αναβιώσεις της Μήδειας της εποχής αυτής, όπως του Κορνέιγ, κυριαρχούσε η Μήδεια του Σενέκα· γυναίκα αδίστακτη και μάγισσα, μακριά από την πρωτότυπη Μήδεια του Ευριπίδη. Το 1779 ο Ζαν-Μαρί Κλεμάν (Jean-Marie Clément), στην εισαγωγή της δικής του έκδοσης του έργου, υποστηρίζει πως η Μήδεια πρέπει να επιστρέψει στην "ελληνική απλότητα" του Ευριπίδη.[1] Την άποψη αυτή εξέφρασε σε μεγάλο βαθμό και ο Οφμάν κατά τη συγγραφή του λιμπρέτου της όπερας την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Χρειάστηκε, όμως, να προσαρμόσει το μύθο στις ανάγκες της εποχής, ώστε να συνδέεται με τη νεοσυσταθείσα γαλλική δημοκρατία και την κοινωνία της.[2] Αυτό αντανακλάται και στη μετατόπιση του κέντρου βάρους από το βασιλιά και την πριγκίπισσα της Κορίνθου, που κυριαρχούσαν στις μέχρι τότε γαλλικές αναβιώσεις, στον Ιάσονα και τη Μήδεια.[3]

Η σύνθεση της μουσικής έγινε την περίοδο του Διευθυντηρίου και συγκεκριμένα μεταξύ 1795 και 1799.[4] Το λιμπρέτο του Οφμάν έδωσε την ευκαιρία στον Κερουμπίνι να παρουσιάσει μέσω της μουσικής του την ιστορία της Μήδειας ως τραγωδία και όχι σαν μελόδραμα δολοπλοκίας.[2] Παρουσιάζεται μια κανονική γυναίκα, η οποία ωστόσο έχει αντιμετωπιστεί άδικα και έχει πληγωθεί.[5] Η όπερα αποτελείται από τρεις συνοπτικές και σχετικά μικρές πράξεις. Ο Οφμάν εισήγαγε κάποιες καινοτομίες όσον αφορά τα πρόσωπα και την πλοκή. Η Γλαύκη αναλαμβάνει κεντρικότερο ρόλο, ενώ αποκτά το όνομα Dircé (Δίρκη) αντί του Glaucé (Γλαύκη) ή Créuse (Κρέουσα), όπως αντιστοιχεί στα γαλλικά. Τη θεραπαινίδα της Μήδειας την ονομάζει Νέρις και της δίνει ενεργό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της σύνθεσης. Επιπλέον, ο Αιγέας, μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, δεν εμφανίζεται, αφού αυτή η Μήδεια πεθαίνει και επομένως δεν αναζητά καταφύγιο στην Αθήνα.[3]

Το τέλος παρουσιάζει επίσης διαφορές σε σύγκριση με την κλασική τραγωδία. Στον Ευριπίδη, η Μήδεια καταφεύγει στην Αθήνα με τη βοήθεια άρματος που το σέρνουν φτερωτοί δράκοντες, ενώ στο ποιητικό κείμενο του Οφμάν η Μήδεια εξαφανίζεται σε ένα βάραθρο και στη συνέχεια κατεβαίνει στον κάτω κόσμο με τη συνοδεία των τριών Ευμενίδων.[5] Λίγο αργότερα, ο Κερουμπίνι άλλαξε το κείμενο επαναφέροντας το κλασικό τέλος, χωρίς όμως να προβεί στην αλλαγή της υπάρχουσας μελωδίας. Στις τελευταίες παραγωγές, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του προηγούμενου αιώνα, χρησιμοποιήθηκε το τέλος του Οφμάν.[4]

Η Μήδεια του Κερουμπίνι συμπεριλαμβάνεται στα έργα που επηρεάστηκαν από την οπερατική μεταρρύθμιση του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ. Μάλιστα, το πλάνο της Μήδειας βασίζεται σε κάποιο βαθμό στην όπερα Αρμίντα του Γκλουκ.[6] Αυτό είναι εμφανές κυρίως στη δομή της Μήδειας.[7] Αν και ο Κερουμπίνι ήταν συνθέτης του Κλασικισμού, ωστόσο έζησε στην περίοδο της μετάβασης από τον Κλασικισμό στον Ρομαντισμό και ως εκ τούτου τα έργα του παρουσιάζουν και στοιχεία πρωτορομαντικά, όπως συμβαίνει και με τη μουσική τεχνοτροπία της Μήδειας.[8]

Η Μήδεια, που συντέθηκε σε μια ταραγμένη περίοδο, έχει την αμεσότητα της σκληρής εμπειρίας· στον αναβρασμό του αγώνα για την αναγνώριση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η ηρωίδα της όπερας στέκεται εμπρός ως υπέρμαχος του δικαιώματος της γυναίκας να αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή και ισότιμη προσωπικότητα και όχι ως μέρος της περιουσίας.[9]

Εκτελέσεις και διαφορετικές εκδοχές

Παρά τις καλές κριτικές που έλαβε στην πρεμιέρα της στο Παρίσι το 1797, η Μήδεια δεν ήταν πολύ δημοφιλής στο κοινό και, ως εκ τούτου, σταμάτησε μετά από είκοσι παραστάσεις.[8] Το μελόδραμα δεν παίχτηκε ξανά στο Παρίσι μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, ωστόσο παιζόταν συχνά σε πολλές γερμανικές πόλεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η πρώτη παραγωγή της όπερας του Βερολίνου έγινε στις 17 Απριλίου του 1800 και παιζόταν συχνά εκεί μέχρι και το 1880.[10] Το 1803 παίχτηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη σε γερμανική μετάφραση και το 1809 ο ίδιος ο Κερουμπίνι επιμελήθηκε μια νέα έκδοση στο πλαίσιο αυτών των παραστάσεων με απαλοιφή περίπου 500 μουσικών μέτρων.[11] Τον Ιούνιο 2013, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, με τη βοήθεια ακτινων-χ, κατάφεραν να αποκαλύψουν τα διαγγραμμένα από τον Κερουμπίνι σημεία αυτά του χειρόγραφου. [12] Το 1854 ο Φραντς Λάχνερ αντικατέστησε τα διαλογικά μέρη (πρόζα) με ρετσιτατίβι για την παραγωγή του 1855 στην Φρανκφούρτη.[10]

Στην Βρετανία πρωτοπαρουσιάστηκε στις 6 Ιουνίου 1865 στην όπερα "Her Majesty's Theatre" στο Χέιμαρκετ του Λονδίνου. Οι διάλογοι αντικαταστάθηκαν για την παραγωγή από ρετσιτατίβι, αλλά αυτή τη φορά από τον Λουίτζι Αρντίτι. Παρουσιάστηκε ξανά στις 30 Δεκεμβρίου 1870 στο Κόβεντ Γκάρντεν.[10] Στην Ιταλία πρωτοπαίχτηκε στις 30 Δεκεμβρίου 1909 στη Σκάλα του Μιλάνου σε Ιταλική μετάφραση του Κάρλο Τσανγκαρίνι της εκδοχής του Φραντς Λάχνερ (1854). Η αποδοχή ήταν χλιαρή και δεν υπήρξαν άλλες παραστάσεις μέχρι το δέκατο έκτο Μουσικό Φλωρεντινό Μάιο του 1953, όταν τον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμήνευσε η Μαρία Κάλλας.[10] Η γαλλική εκδοχή αναβίωσε στο Φεστιβάλ του Μπούξτον στις 28 Ιουλίου 1984 και στο Κόβεντ Γκάρντεν στις 6 Νοεμβρίου 1989.[10]

Ρόλοι

Η πρωταγωνιστικός ρόλος της Μήδειας είναι φημισμένος για την ιδιαίτερη δυσκολία του. Μάλιστα, ο πρόωρος θάνατος της υψιφώνου που ερμήνευσε τον ρόλο αυτό στην πρεμιέρα στο Παρίσι, Ζιλί-Ανζελίκ Σιό, αποδόθηκε ακριβώς στη δυσκολία και στο άγχος του ρόλου.[7]

Ρόλος Τύπος Φωνής Ερμηνευτές της πρεμιέρας[13]
(13 Μαρτίου 1797, Θέατρο Φεντώ)
Μήδεια, πριγκίπισσα της Κολχίδας υψίφωνος Ζιλί-Ανζελίκ Σιό
Ιάσων, ηγέτης των Αργοναυτών τενόρος Πιερ Γκαβώ
Κρέων, βασιλιάς της Κορίνθου βαθύφωνος Αλεξίς Ντεσώλ
Γλαύκη, κόρη του βασιλιά Κρέοντα της Κορίνθου υψίφωνος Ροζίν
Νέρις, θεραπαινίδα της Μήδειας μεσόφωνος Βερτέυ
Ο επικεφαλής της βασιλικής φρουράς βαρύτονος Γκραν
Δύο ακόλουθες της Γλαύκης υψίφωνες Γκαβωντανέ, Μπεκ
Τα δύο παιδιά της Μήδειας και του Ιάσονα βουβοί ρόλοι
Χορός: Υπηρέτριες της Γλαύκης, Αργοναύτες, φύλακες του Κρέοντα, λαός της Κορίνθου και ιερείς

Σύνοψη

Η δράση λαμβάνει χώρα στην Κόρινθο.[14]

Η Μήδεια σκοτώνει έναν από τους υιούς της. Ερυθρόμορφος αμφορέας, 330 π.Χ., Λούβρο.

Α' πράξη

Μπροστά από τα ανάκτορα, η κόρη του βασιλιά Κρέοντα της Κορίνθου ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Ιάσονα, ο οποίος ηγήθηκε της Αργοναυτικής εκστρατείας και με τη βοήθεια της Μήδειας, πριγκίπισσα της Κολχίδας, έκλεψε το χρυσόμαλλο δέρας. Η Μήδεια, ωστόσο, η οποία εγκατέλειψε την πατρίδα της, την οικογένειά της και απέκτησε δύο παιδιά με τον Ιάσονα, εμφανίζεται μπροστά του και απαιτεί την επιστροφή του σε αυτήν. Αυτός αρνείται, προκαλώντας την οργή της Μήδειας και την θέληση της για εκδίκηση.

Β' Πράξη

Μέσα στα ανάκτορα, ο Κρέων διατάζει τη Μήδεια να εγκαταλείψει την πόλη του, αυτή όμως του ζητάει δύο ακόμη μέρες με τα παιδιά της. Ως πράξη συμφιλίωσης στέλνει με τη θεραπαινίδα της, Νέριδα, δύο δώρα για την Γλαύκη· ένα διάδημα και ένα μανδύα σταλμένα από το θεό Απόλλωνα.

Γ' Πράξη

Μεταξύ των ανακτόρων και του ναού του Απόλλωνα, η Μήδεια ασπάζεται τα παιδιά της για τελευταία φορά. Εντωμεταξύ, ακούγονται ουρλιαχτά από το εσωτερικό του παλατιού. Η Γλαύκη δηλητηριάστηκε από το μανδύα και ο λαός ζητά εκδίκηση. Η Νέρις, η Μήδεια και τα παιδιά της κρύφτηκαν μέσα στο ναό αλλά σχεδόν αμέσως η Νέρις εμφανίζεται τρομοκρατημένη και πληροφορεί τον Ιάσονα για το τι συμβαίνει μέσα στο ναό. Πριν προλάβει να επέμβει, κάνει την εμφάνισή της η Μήδεια κρατώντας το ματωμένο μαχαίρι με το οποίο μόλις είχε σκοτώσει τα παιδιά της. Φλόγες αρχίζουν να τυλίγουν το ναό· η Μήδεια και οι Ερινύες της εξαφανίζονται.

Ενορχήστρωση

Ο Κερουμπίνι εξαπολύει σταδιακά την πληρέστερη ισχύ της ορχήστρας για να την συνδυάσει με την επίσης σταδιακή αύξηση του μυστηρίου της ιστορίας.[15] Η μουσική έχει απλή, αρμονική δομή και δραματική ενορχήστρωση.[16] Στην εισαγωγή, στη σκηνική μουσική συνοδεία και στη συνοδεία των φωνών η ορχήστρα αποσαφηνίζει, ενισχύει αλλά και διακόπτει τη δραματική δράση.[8] Στην ορχήστρα συμμετέχουν τα εξής όργανα: δύο φλάουτα, δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, δύο φαγκότα, τέσσερα κόρνα, τυμπάνια, κρουστά, έγχορδα. Στη μπάντα της σκηνής συμμετέχουν: δύο φλάουτα, δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, δύο φαγκότα, δύο κόρνα, τρομπόνι.[17]

Ηχογραφήσεις

Το έργο έχει ηχογραφηθεί ολόκληρο σε στούντιο ηχογραφήσεων μόνο πέντε φορές. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο δύσκολο πρωταγωνιστικό ρόλο. Τέσσερις από αυτές τις ηχογραφήσεις είναι στην ιταλική εκδοχή, ενώ μία στην πρωτότυπη γαλλική εκδοχή (1997).[7] Παράλληλα, υπάρχουν πολλές ακόμη ζωντανές ηχογραφήσεις που σώζονται, ολόκληρες ή αποσπασματικές, από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα έως σήμερα.[18]

Έτος Ερμηνευτές (Μήδεια, Ιάσων, Γλαύκη, Κρέων, Νέρις) Μαέστρος Ορχήστρα Δισκογραφική εταιρία
1957 Maria Callas, Mirto Picchi, Renata Scotto, Giuseppe Modesti, Miriam Pirazzini Tullio Serafin Teatro alla Scala EMI
1967 Gwyneth Jones, Bruno Prevedi, Pilar Lorengar, Justino Diaz, Fiorenza Cossotto Lamberto Gardelli Santa Cecilia DECCA
1972 Leonie Rysanek, Bruno Prevedi, Lucia Popp, Nicola Ghiuselev, Margarita Lilowa Horst Stein Wiener Staatsoper Melodram
1977 Sylvia Sass, Veriano Luchetti, Magda Kalmár, Kolos Kováts, Klára Takács Lamberto Gardelli Hungarian Radio and Television Symphony Orchestra Hungaroton
1980 Mirella Freni, Plácido Domingo, Barbara Hendricks, José van Dam, Agnes Baltsa Herbert von Karajan Berliner Philharmoniker Deutsche Grammophon
1997 Phyllis Treigle, Carl Halvorson, Thaïs St Julien, David Arnold, D'Anna Fortunato Bart Folse Brewer Chamber Orchestra Newport Classic

Η Κάλλας και η Μήδεια

Η μεγάλη Ελληνίδα υψίφωνος, Μαρία Κάλλας, ερμήνευσε το ρόλο της Μήδειας στην ιταλική εκδοχή της για εννέα χρόνια, από τις 7 Μαΐου 1953, που αναβιώνει στη Φλωρεντία, έως τις 3 Ιουνίου 1962 στη Σκάλα του Μιλάνου.[10] Στο μεταξύ διάστημα ερμηνεύει το ρόλο στο Μιλάνο, στη Βενετία, στη Ρώμη, στο Ντάλλας του Τέξας, στο Λονδίνο και στο Θέατρο της Επιδαύρου.[19] Όλα ξεκίνησαν το 1953, όταν ο Φραντσέσκο Σιτσιλιάνι, ο διευθυντής του Μουσικού Φεστιβάλ της Φλωρεντίας, αποφάσισε την αναβίωση της Μήδειας. Η Κάλλας έμαθε το ρόλο σε μόλις οκτώ μέρες.[20] Ο Βιτόριο Γκούι ήταν ο διευθυντής της ορχήστρας,[21] ενώ την παράσταση αυτή σκηνοθέτησε ο Αντρέ Μπερζάκ.[22][23]

Μετά την επιτυχία στη Φλωρεντία, ο Αντόνιο Γκιρινγκέλι, διευθυντής της Σκάλας, επέλεξε τη Μήδεια ως εναρκτήριο έργο της περιόδου 1953-1954, αφού πρώτα έκανε κάποιες αλλαγές στο πρόγραμμα.[24] Διευθυντής της ορχήστρας ήταν ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο οποίος αντικατέστησε τον Βίκτορ ντε Σάμπατα· τη σκηνοθεσία ανέλαβε η Μαργκαρέτε Βάλμαν με σκηνικά και κοστούμια του ζωγράφου Σαλβατόρε Φιούμε.[20][24][25] Στη Σκάλα την περίοδο αυτή έδωσε συνολικά τέσσερις παραστάσεις Μήδειας.[26] Το Μάρτιο του 1954 έδωσε τρεις παραστάσεις στο Θέατρο Φενίτσε της Βενετίας με διευθυντή ορχήστρας τον Βιττόριο Γκούι και σκηνοθέτη τον Αντρέ Μπερζάκ.[27][28]

Τον Ιανουάριο του 1955, πηγαίνει στη Ρώμη για τέσσερις παραστάσεις με τους συντελεστές της παραγωγής του Μιλάνου.[29][30] Το 1957 ακολούθησε η ηχογράφηση της όπερας υπό τη διεύθυνση του Τούλιο Σεραφίν.[7] Μετά από διάλειμμα τριών ετών, η Κάλλας επιστρέφει στη Μήδεια στη σκηνή της Όπερας του Ντάλλας τo 1958, αλλά αυτή τη φορά σε σκηνοθεσία του Αλέξη Μινωτή και εικαστική επιμέλεια του ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη.[31][32] Την ορχήστρα διηύθυνε ο Νίκολα Ρεσίνιο.[33] Η πρώτη παράσταση έγινε στις 6 Νοεμβρίου, κι ενώ η Κάλλας είχε έρθει σε ρήξη με τον Ρούντολφ Μπινγκ, τον διευθυντή της Μετροπόλιταν, πράγμα που οδήγησε στην ακύρωση του συμβολαίου της με την εν λόγω Όπερα.[34]

Η παραγωγή ήταν πολύ επιτυχημένη και απέφερε σημαντικά κέρδη στη νεοϊδρυθείσα Όπερα του Ντάλλας.[35] Στα πλαίσια ενός προγράμματος ανταλλαγής μεταξύ της όπερας του Ντάλλας και του Κόβεντ Γκάρντεν, η Κάλλας παρουσίασε την όπερα Μήδεια στο Λονδίνο, στις 17 Ιουνίου 1959, με τους υπόλοιπους συντελεστές του Ντάλλας.[36] Ήταν η πρώτη φορά μετά το 1870 που η Μήδεια του Κερουμπίνι παιζόταν ξανά στο Λονδίνο.[33] Το Νοέμβρη του ίδιου έτους η Κάλλας επέστρεψε στην Όπερα Ντάλλας για την τελευταία της εμφάνιση ως Μήδεια εκεί.[37]

Μετά από μερικούς μήνες, το καλοκαίρι του 1961, η Κάλλας εμφανίστηκε για τρίτη φορά στο Θέατρο της Επιδαύρου για δύο παραστάσεις με τη Μήδεια της παραγωγής του Ντάλλας, στις 6 και στις 13 Αυγούστου.[38] Στα τέλη του 1961 επέστρεψε για τελευταία φορά στη Σκάλα με συνολικά πέντε παραστάσεις Μήδειας· τρεις το Δεκέμβρη του 1961, μία το Μάιο και μία τον Ιούνιο του 1962.[39] Οι παραστάσεις αυτές αποτέλεσαν τρόπον τινά αποχαιρετισμό της Κάλλας στο κοινό του Μιλάνου και ολόκληρης της Ιταλίας, καθώς και στο ρόλο της Μήδειας, αφού ήταν η τελευταία φορά που τον ερμήνευσε.[40]

Η Μήδεια είναι ο ρόλος που αποκαλύπτει καλύτερα το sui generis χαρακτήρα της τέχνης της Κάλλας.[38] Μετά την εκτέλεση της άριας "Dei tuoi figli" της πρώτης πράξης σε παράσταση στη Σκάλα το 1953, ακολούθησε ένα δεκάλεπτο χειροκρότημα.[41][42] Την άρια αυτή είχε αποκαλέσει η ίδια η Κάλλας δολοφονική, όταν τη δίδασκε στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1971 και Μαρτίου 1972.[26] Μάλιστα, στις τελευταίες της εμφανίσεις στο Μιλάνο, το Δεκέμβριο του 1961, και ενώ η φωνή της είχε ήδη αρχίσει να εξασθενεί, καταγράφηκε ένα επεισόδιο.[43] Η αδύναμη ερμηνεία της Κάλλας προκάλεσε τις αντιδράσεις των θεατών του υπερώου, οι οποίοι άρχισαν να σφυρίζουν επικριτικά. Τότε η Κάλλας, μετά το πρώτο "crudel" (άσπλαχνος) που απηύθυνε στον Ιάσονα στην άρια, έκανε μια παύση, στράφηκε προς τους θεατές και απηύθυνε το δεύτερο σε αυτούς.[44] Λίγο αργότερα, στην ίδια άρια, φτάνοντας στη φράση "Ho datto tutto a te!" (έχω δώσει τα πάντα σε σένα), γύρισε προς το κοινό έχοντας προσηλωμένα τα μάτια της προς αυτό αντί στον Ιάσονα.[44][45]

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. Ewans, σελ. 66.
  2. 2,0 2,1 Ewans, σελ. 67.
  3. 3,0 3,1 Ewans, σελ. 68.
  4. 4,0 4,1 Ewans, σελ. 70.
  5. 5,0 5,1 Ewans, σελ. 69.
  6. Dent, σελ. 82.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Boyden & Kimberley, σελ. 121.
  8. 8,0 8,1 8,2 Grout & Williams, σελ. 336.
  9. Abraham, σελ. 43.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 Macy, σελ. 402.
  11. Israel studies in musicology, σελ. 142.
  12. "Cherubini opera restored after 200 years"
  13. Λιμπρέτο, σελ. 7.
  14. Boyden & Kimberley, σελ. 120–121.
  15. Ewans, σελ. 71.
  16. Quaintance, σελ. 100.
  17. Quaintance, σελ. 101.
  18. Πλήρης κατάλογος των ηχογραφήσεων
  19. Littlejohn, σελ. 84.
  20. 20,0 20,1 Ardoin & Fitzgerald, σελ. 63.
  21. Scott, σελ. 116.
  22. Italy: documents and notes, σελ. 87.
  23. Μπακουνάκης, σελ. 55.
  24. 24,0 24,1 Scott, σελ. 123.
  25. Teatro alla Scala, σελ. 142.
  26. 26,0 26,1 Scott, σελ. 125.
  27. Maria Callas at Fenice Great Theatre, callas.it[νεκρός σύνδεσμος]
  28. Μπακουνάκης, σελ. 12.
  29. Scott, σελ. 148.
  30. Jellinek, σελ. 125.
  31. Scott, σελ. 214.
  32. Ardoin & Fitzgerald, σελ. 182.
  33. 33,0 33,1 Jellinek, σελ. 264.
  34. Jellinek, σελ. 245.
  35. Jellinek, σελ. 246.
  36. Galatopoulos, σελ. 64.
  37. Davis, σελ. 49.
  38. 38,0 38,1 Scott, σελ. 124.
  39. Scott, σελ. 234.
  40. Ardoin, σελ. 165.
  41. Riggs, σελ. 12.
  42. Jellinek, σελ. 104.
  43. Μπακουνάκης, σελ. 19.
  44. 44,0 44,1 Kerrigan, σελ. 103.
  45. Galatopoulos, σελ. 151.

Πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι