Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ύστερη αρχαιότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιστορία του δυτικού κόσμου
Προϊστορία
Παλαιολιθική (2.5 εκ. - 10000 π.Χ.)
Μεσολιθική (10000 - 7000 π.Χ.)
Νεολιθική (7000 - 3500 π.Χ.)
Χαλκολιθική (3500 - 1500 π.Χ.)
Εποχή του Χαλκού (2000 - 1000 π.Χ.)
Εποχή του Σιδήρου (1600 - 600 π.Χ.)
Αρχαία Ιστορία
Αρχαϊκή (10ος - 7ος αιώνας π.Χ.)
Κλασική (7ος - 4ος αιώνας π.Χ.)
Ύστερη (3ος αι. π.Χ. - 5ος αι. μ.Χ.)
Μεσαίωνας
Πρώιμος (6ος - 10ος αιώνας)
Ώριμος (10ος - 13ος αιώνας)
Ύστερος (14ος - 15ος αιώνας)
Νεότερη ιστορία
Πρώιμη νεότερη περίοδος (14ος - 16ος αιώνας)
Νεότερη Εποχή (17ος - 19ος αιώνας)
Σύγχρονη ιστορία
20ός αιώνας
21ος αιώνας

Με τον ευρύ όρο ύστερη αρχαιότητα εννοείται προσεγγιστικά η χρονολογική περίοδος 200–800, ή 250-750 μ.Χ., μεταβατική περίοδος από την κλασική αρχαιότητα στον μεσαίωνα. Πρόκειται για χρονική περίοδο στην οποία έγιναν εκτεταμένες πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές, στις οποίες περιλαμβάνεται η στερέωση των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, η ανάπτυξη και παρακμή της αυτοκρατορίας των Σασανιδών η γερμανική κατάκτηση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η μετουσίωση της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε στρατιωτικό χριστιανικό κράτος, παράλληλα με την επέκταση του Ισλάμ[1].

Η καθιέρωση του όρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος πιστοποιείται στα Γερμανικά ήδη από το 1900. Ο όρος Spätantike, κυριολεκτικά "ύστερη αρχαιότητα", χρησμοποιήθηκε από τους γερμανόφωνους ιστοριογράφους από τη στιγμή που τον έκανε δημοφιλή ο Αλόις Ρίεγκλ στις αρχές του 20ού αι.[2]. Το 1949 και ύστερον ο ιστορικός της αρχαιότητας Ανρί-Ιρενέ Μαρού (Henry-Irénée Marrou) εξήγησε τους λόγους για τους οποίους είναι προτιμότερος ο όρος από τους άλλους που σχετίζονταν με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και την πτώση της, διαμορφώνοντας παράλληλα μια νέα τάση στην ιστοριογραφία σε σχέση με την ύστερη αρχαιότητα. Η νέα τάση περιλάμβανε τη συμπερίληψη αισθητικών προτύπων και περαιτέρω εκτίμηση στις λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές αξίες της Ύστερης Αρχαιότητας[3]

Βασικά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος ύστερη αρχαιότητα διακρίνεται για τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά[4]:

  • περιοδολόγηση μακρά σε διάρκεια περίπου 6 αιώνων
  • γεωγραφική κατανομή επεκτάσιμη.
  • επαναλαμβανόμενο κεντρικό θέμα ή θέματα.
  • θεωρητικές κρίσεις για το σύνολο της περιόδου.

Όσον αφορά στον Μαρού και άλλους ιστοριογράφους η έκφραση «Ύστερη Αρχαιότητα» σχετίζεται κυρίως με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τους άμεσους γείτονές της. Από την άλλη οι ιστορικοί της τέχνης τη χρησιμοποιούν για να περιγράψουν αισθητικές και πολιτισμικές αντιλήψεις πολύ πέρα από το γεωγραφικό πλαίσιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είναι ένας όρος που προσδίδει συγκεκριμένη αξία στις δημιουργικές πτυχές της περιόδου, ιδιαίτερα στις θρησκευτικές, πολιτιστικές της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τη σταδιακή συρρίκνωσή της σε ορισμένες γεωγραφικές επικράτειες[4].

Παραπομπές Σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. «Oxford Centre for Late Antiquity». Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]
  2. Giardana, A.(1999) "Esplosione di tardoantico," Studi storici 40.
  3. Marcone, Arnaldo. «A Long Late Antiquity?: Considerations on a Controversial Periodization». Journal of Late Antiquity (Johns Hopkins University) 1 (1): 4–9. doi:10.1353/jla.0.0001. 
  4. 4,0 4,1 Scott Johnson, επιμ. (2012). The Oxford Handbook of Late Antiquity. NY: Oxford University Press. σελ. 3. ISBN 9780195336931. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]