Νταβίντ Μπεν Γκουριόν
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Νταβίντ Μπεν Γκουριόν דָּוִד בֶּן-גּוּרִיּוֹן | |
---|---|
Πρωθυπουργός του Ισραήλ | |
Περίοδος 17 Μαΐου 1948 – 26 Ιανουαρίου 1954 | |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 16 Οκτωβρίου 1886, Πλονσκ, Πολωνία |
Θάνατος | 1 Δεκεμβρίου 1973 (87 ετών) Μητροπολιτική Περιοχή του Τελ Αβίβ, Ισραήλ |
Υπηκοότητα | Ρωσική Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή και Ισραήλ |
Πολιτικό κόμμα | Μαπάι, Ράφι |
Σύζυγος | Πόλα Μπέν-Γκουριόν (1917–1968) |
Παιδιά | Άμος Μπεν-Γκουριόν Ρενάνα Λεσέμ Γκέιλα Μπεν-Ιλιέζι |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης - Τμήμα Νομικής Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας[1] Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης |
Βραβεύσεις | Βραβείο Μπιαλίκ (1971) Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ honorary citizen of Jerusalem |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν (εβραϊκά: דָּוִד בֶּן־גּוּרִיּוֹן· γεννηθείς ως Ντάβιντ Γκρυν, γερμ.: David Grün, 16 Οκτωβρίου 1886 - 1 Δεκεμβρίου 1973) ήταν Ισραηλινός πολιτικός, ο κύριος ιδρυτής και ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ.
Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στο Πλονσκ, στο τμήμα της Πολωνίας που βρισκόταν υπό ρωσική κυριαρχία. Όπως και ο πατέρας του, ήταν ένθερμος και δραστήριος οπαδός του σιωνισμού, του κινήματος που επιδίωκε την επιστροφή των Εβραίων μεταναστών στην Παλαιστίνη και τη δημιουργία εβραϊκού κράτους. Το 1906, λόγω των διωγμών των Εβραίων από τις ρωσικές αρχές, Ο Μπεν-Γκουριόν μετανάστευσε στην Παλαιστίνη, τμήμα τότε της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εκεί, εργάστηκε στις αγροτικές κοινότητες των Εβραίων εποίκων, οι οποίες είχαν δημιουργηθεί από τους πρώτους σιωνιστές. Αγνοώντας τις δυσκολίες στην Παλαιστίνη, με σκληρή δουλειά, ο Μπεν-Γκουριόν συνέχισε τη σιωνιστική δράση του. Διακρίθηκε ως κορυφαίο στέλεχος του κόμματος "Εργάτες της Σιών" και ως μέλος της συντακτικής ομάδας της εφημερίδας του, όπου αρθρογραφούσε. Το 1912 ο Μπεν-Γκουριόν άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες έμειναν στη μέση, όταν, μετά την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οι τούρκικες αρχές τον απέλασαν και πήγε στη Νέα Υόρκη.
Η Ομοσπονδία και το Μαπάι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 2 Νοεμβρίου 1917, ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών έστειλε στο Λόρδο Ρότσιλντ (κορυφαίος ηγέτης σιωνισμού) επιστολή με την οποία τον πληροφορούσε ότι μετά τη λήξη του πολέμου (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), η αγγλική κυβέρνηση θα ευνοούσε την ίδρυση του Εβραϊκού κράτους, στην Παλαιστίνη. Έτσι, ο Μπεν-Γκουριόν κατατάχθηκε στην Εβραϊκή λεγεώνα του αγγλικού στρατού και πολέμησε για την απελευθέρωσή της Παλαιστίνης από τους Τούρκους.
Αφού τελείωσε ο πόλεμος (1918) και όσο η Παλαιστίνη διοικούνταν από τους Άγγλους, ο Μπεν-Γκουριόν, προετοίμασε το έδαφος για την ίδρυση του νέου κράτους. Ενθάρρυνε τη μαζική μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη και αφού αγωνίστηκε για την ίδρυση της πρώτης Εβραϊκής ομοσπονδίας, εκλέχθηκε γενικός γραμματέας της το 1921 μέχρι και το 1935.
Το 1930 μετά τη συνένωση μικρών ομάδων Εβραίων μεταναστών, προέκυψε το σοσιαλ-σιωνιστικό κόμμα Μαπάι, του οποίου την ηγεσία ανέλαβε ο Μπεν-Γκουριόν. Το 1935 ο προαναφερόμενος εκλέχθηκε πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού που χειριζόταν τα θέματα εγκατάστασης Εβραίων στην Παλαιστίνη.
Το ψήφισμα 181 του ΟΗΕ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το διογκούμενο μεταναστευτικό ρεύμα των Εβραίων ανησύχησε τους Άραβες της Παλαιστίνης, με αποτέλεσμα να προκληθούν συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες και αλλαγή της αγγλικής πολιτικής: το 1939 η αγγλική κυβέρνηση επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στη μετανάστευση των Εβραίων και στο δικαίωμά τους να αγοράζουν γη στην Παλαιστίνη. Ο Μπεν-Γκουριόν θεώρησε το μέτρο κατάφωρη παραβίαση της Διακήρυξης Μπάλφουρ. Αλλά η έκρηξη του B´ Παγκοσμίου Πολέμου τον ίδιο χρόνο τον οδήγησε σε πολιτική συμπαράταξης με την Αγγλία, χωρίς όμως εγκατάλειψη της τελικής επιδίωξης. Έτσι δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι της Παλαιστίνης κατατάχθηκαν εθελοντές στις αγγλικές ένοπλες δυνάμεις, ενώ από την άλλη η μετανάστευση και η εγκατάσταση στην Παλαιστίνη συνεχίζονταν παρά τα απαγορευτικά μέτρα.
Το 1942 ο Μπεν-Γκουριόν διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην αλλαγή πλεύσης του σιωνιστικού κινήματος: τότε για πρώτη φορά διακηρύχθηκε δημοσία ότι επιδίωξη του σιωνισμού ήταν πλέον όχι η δημιουργία «πατρίδας» στην Παλαιστίνη αλλά η ίδρυση εβραϊκού κράτους.
Όταν μετά τη λήξη του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε να ανακαλέσει τα περιοριστικά μέτρα, παρ' ότι η τραγωδία του Ολοκαυτώματος, που είχε γίνει γνωστή, είχε προκαλέσει την παγκόσμια συμπάθεια για τον εβραϊκό λαό, ο Μπεν-Γκουριόν κήρυξε και οργάνωσε την αντίσταση κατά των Άγγλων και την εντατικοποίηση της μετανάστευσης. Η κατάσταση στην Παλαιστίνη επιδεινώθηκε και η Αγγλία έφερε το ζήτημα στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Στις 29 Νοεμβρίου 1947 το ψήφισμα 181 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, με 33 ψήφους υπέρ (μεταξύ των οποίων της Σοβιετικής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών), 13 κατά, 10 αποχές και μία απουσία, διαιρούσε την Παλαιστίνη σε δύο κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό. Οι Εβραίοι της Παλαιστίνης δέχτηκαν την απόφαση. Οι Άραβες της Παλαιστίνης και τα αραβικά κράτη την απέρριψαν.
Πρωθυπουργία και πόλεμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 14 Μαΐου 1948 ο Μπεν-Γκουριόν ως πρώτος, προσωρινός, πρωθυπουργός ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ο Μπεν-Γκουριόν διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός του Ισραήλ: το 1948-1953 και το 1955-1963. Οι πρωθυπουργικές θητείες του σκιάστηκαν και οι δύο από τις πολεμικές συρράξεις του Ισραήλ με τα γειτονικά του αραβικά κράτη, που δεν εννοούσαν να αναγνωρίσουν την ύπαρξή του και επεδίωκαν τον αφανισμό του. Οι πόλεμοι αυτοί έληξαν νικηφόρα για το Ισραήλ, το οποίο όμως κατέβαλε βαρύ φόρο αίματος. Το ίδιο συνέβη και με τους αντιπάλους του, οι οποίοι γνώρισαν επίσης την ισραηλινή κατοχή και τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές τους εστίες από όπου τους εξέβαλαν οι Ισραηλινοί. Παρά τους πολέμους ο Μπεν-Γκουριόν ως πρωθυπουργός κατόρθωσε να εφαρμόσει στη βιομηχανία και στη γεωργία πολλά από τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα που είχε προτείνει πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Τον Ιούνιο του 1963 επικαλούμενος αδιευκρίνιστους «προσωπικούς λόγους», που είχαν πιθανώς σχέση με εσωκομματικές διαμάχες εξαιτίας Αγγλοαμερικανικών παραπόνων, ο Μπεν-Γκουριόν παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία. Το 1965 αποχώρησε από το Μαπάι και ίδρυσε νέο κόμμα, το Ράφι, το οποίο όμως δεν ευδοκίμησε ιδιαίτερα.
Μετά την πρωθυπουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μπεν-Γκουριόν συνέχισε να είναι παρών στην πολιτική ζωή του Ισραήλ ως το 1970, όταν παραιτήθηκε από τη Βουλή, το Κνεσέτ, και αποσύρθηκε σε ένα κιμπούτς για να ασχοληθεί με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του. Για την προσωπικότητα του Μπεν-Γκουριόν ο συμπατριώτης του συγγραφέα Άμος Οζ έχει γράψει τα ακόλουθα: «Κατά τα πλέον δραματικά χρόνια της ηγετικής του πορείας ο Μπεν-Γκουριόν κατάπινε φιλοσοφικά βιβλία, έγραφε σχόλια στη Βίβλο, ερωτοτροπούσε με τον βουδισμό, έμαθε ακόμη και αρχαία ελληνικά για να διαβάσει Πλάτωνα στο πρωτότυπο. Είχε ακόρεστη περιέργεια για τις φυσικές επιστήμες (αλλά δεν συμπαθούσε τη λογοτεχνία ούτε τις τέχνες). Ανέφερε κάτι από τον Σπινόζα σαν να πετούσε πέτρες σε έναν αντίπαλο. Η λεκτική μάχη και όχι ο διάλογος ήταν ο συνήθης τρόπος του να επικοινωνεί. Περισσότερο από φιλόσοφος ήταν ένα περιφερόμενο θαυμαστικό, ένας σφιχτός, τραχύς άνθρωπος με έναν φωτοστέφανο από ασημένια μαλλιά και ένα σαγόνι που έδειχνε τρομερή δύναμη θέλησης και ηφαιστειώδη ιδιοσυγκρασία».