Μετάβαση στο περιεχόμενο

Οι δύο συγγενείς άρχοντες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι δύο συγγενείς άρχοντες
Η έκδοση του 1634
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Σαίξπηρ
Τζον Φλέτσερ
Γλώσσαπρώιμα σύγχρονα αγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1613
Μορφήθεατρικό έργο
Βασίζεται σεΗ ιστορία του ιππότη
ΧαρακτήρεςTheseus
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι δύο συγγενείς άρχοντες (αγγλικός τίτλος: The Two Noble Kinsmen) είναι θεατρικό έργο που αποδίδεται από κοινού στους Τζον Φλέτσερ και Ουίλιαμ Σαίξπηρ και γράφτηκε το 1613. Η συγγραφή του αποτέλεσε σημείο διαμάχης, η διπλή απόδοση είναι πλέον γενικά αποδεκτή με συναίνεση των μελετητών.[1]

Το έργο διαδραματίζεται στην Αρχαία Ελλάδα και η πλοκή αναφέρεται στον έρωτα δύο ευγενών συγγενών και φίλων για την ίδια πριγκίπισσα, για την οποία θα αναμετρηθούν σε αγώνα μέχρι θανάτου.[2]

Θεωρείται το τελευταίο έργο του Σαίξπηρ πριν αποσυρθεί στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον και πεθάνει τρία χρόνια αργότερα.

Το έργο πιθανότατα γράφτηκε και παίχτηκε για πρώτη φορά περίπου το 1612–1414. Εκδόθηκε το 1634 και ως συγγραφείς αναφέρονται από κοινού ο Φλέτσερ και ο Σαίξπηρ. Σχετικά με τη συμβολή του Σαίξπηρ, μια ευρέως διαδεδομένη θεωρία είναι ότι έγραψε το σύνολο ή το μεγαλύτερο μέρος της πρώτης και της πέμπτης πράξης, με τη συμβολή του Φλέτσερ στις τρεις ενδιάμεσες πράξεις.

Η κύρια πηγή για το έργο ήταν Η ιστορία του ιππότη, πρώτη από τις Ιστορίες του Καντέρμπερυ του Τζέφρι Τσώσερ, αλλά είναι γνωστό ότι η πλοκή είχε ήδη χρησιμοποιηθεί τουλάχιστον δύο φορές στο παρελθόν. Οι θεατρικοί συγγραφείς μπορεί επίσης να γνώριζαν το έργο στο οποίο βασίστηκε ο Τσώσερ, τη Θησηίδα του Βοκάκιου.[3]

Το έργο έχει παραδοσιακά ταξινομηθεί ως κωμωδία, αλλά η ταξινόμηση είναι δύσκολη και συχνά αναφέρεται ως τραγική κωμωδία.[4]

Ένας πρόλογος ενημερώνει το κοινό ότι το έργο βασίζεται σε μια ιστορία του Τζέφρι Τσώσερ.

Ο θρήνος των τριών βασιλισσών, Έντουιν Όστιν Άμπεϊ (1895)

Τρεις βασίλισσες έρχονται να παρακαλέσουν τον Θησέα και την Ιππολύτη, ηγεμόνες της Αθήνας, να εκδικηθούν τον θάνατο των συζύγων τους από τον τύραννο της Θήβας Κρέοντα. Ο Κρέοντας έχει σκοτώσει τους τρεις βασιλιάδες και αρνείται να επιτρέψει την κατάλληλη ταφή. Ο Θησέας συμφωνεί να κηρύξει πόλεμο στον Κρέοντα.[5]

Στη Θήβα, ο Παλαίμων και ο Αρκίτης, δύο ευγενείς ανιψιοί του Κρέοντα, ξαδέλφια και στενοί φίλοι, είναι υποχρεωμένοι να πολεμήσουν για τον Κρέοντα, αν και διαφωνούν με τη διακυβέρνησή του. Οι Θηβαίοι ηττούνται από τον Θησέα και παρά τη γενναιότητα που επιδεικνύουν στο πεδίο της μάχης ο Παλαίμων και ο Αρκίτης, αιχμαλωτίζονται και φυλακίζονται. Καθώς βρίσκονται στη φυλακή, οι όρκοι τους για αιώνια φιλία καταρρίπτονται όταν από το παράθυρο της φυλακής βλέπουν την πριγκίπισσα Αιμιλία, την αδερφή της Ιππολύτης. Και οι δύο την ερωτεύονται και η φιλία τους μετατρέπεται σε σκληρή αντιπαλότητα. Ο Αρκίτης σύντομα ελευθερώνεται όταν ένας συγγενής μεσολαβεί για λογαριασμό του. Εξορίζεται από την Αθήνα, αλλά επιστρέφει μεταμφιεσμένος, κερδίζει σε έναν αγώνα πάλης και τοποθετείται σωματοφύλακας της Αιμιλίας.

Στη φυλακή, η κόρη του δεσμοφύλακα έχει ερωτευτεί τον Παλαίμωνα και τον βοηθά να δραπετεύσει. Η κοπέλα τον ακολουθεί, αλλά αυτός την αγνοεί καθώς εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος με την Αιμιλία. Μένει στο δάσος μισοπεθαμένος, όπου τον βρίσκει ο Αρκίτης. Μαλώνουν, αλλά ο Αρκίτης προσφέρεται να του φέρει φαγητό και όπλα για να αναμετρηθούν σε ισότιμο αγώνα για να διευθετήσουν τον ανταγωνισμό τους για την Αιμιλία.

Ο Αρκίτης επιστρέφει με το φαγητό και τα όπλα. Μετά από ένα δείπνο με ευχάριστες αναμνήσεις, οι δυο τους ετοιμάζονται να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Ο Θησέας και η συνοδεία του φτάνουν εκείνη τη στιγμή και διατάζει να συλληφθούν και να εκτελεστούν και οι δύο. Η Ιππολύτη και η Αιμιλία παρεμβαίνουν και όταν η Αιμιλία δεν μπορεί να διαλέξει μεταξύ τους, ο Θησέας αποφασίζει έναν αγώνα για το χέρι της - ο ηττημένος θα εκτελεστεί.[6]

Εν τω μεταξύ, η εγκαταλελειμμένη κόρη του δεσμοφύλακα, απογοητευμένη από τον ανεκπλήρωτο έρωτα για τον Παλαίμονα και τον φόβο για την ασφάλεια του πατέρα της, τρελαίνεται. Τραγουδάει και φλυαρεί στο δάσος όπου τη βρίσκει ο πατέρας της με τη βοήθεια φίλων. Σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει την ψυχική της υγεία, ενθαρρύνει τον πρώην μνηστήρα της κόρης του να προσποιηθεί ότι είναι ο Παλαίμων, ώστε σταδιακά να συνηθίσει να τον βλέπει ως τον αληθινό της έρωτα, και πράγματι, η αφοσίωσή του την κερδίζει σιγά σιγά.

Πριν ξεκινήσει ο αγώνας, ο Αρκίτης παρακαλεί τους θεούς να τον αφήσουν να κερδίσει. Ο Παλαίμων προσεύχεται να παντρευτεί την Αιμιλία. Η Αιμιλία ζητά από τους θεούς να της δώσουν τον άντρα που την αγαπά περισσότερο. Όλες οι προσευχές εκπληρώνονται: Ο Αρκίτης κερδίζει στον αγώνα αλλά σκοτώνεται σε πτώση από το άλογό του πριν εκτελεστεί ο Παλαίμων. Πριν πεθάνει, οι δύο νέοι συμφιλιώνονται, ο Αρκίτης προσφέρει την ευλογία του και ο Παλαίμων παντρεύεται την Αιμιλία.[7]