Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βυζαντινοί Έλληνες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για το κράτος, δείτε: Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Βυζαντινοί Έλληνες
Σκηνές αγροτικής ζωής σε βυζαντινό Ευαγγέλιο του 11ου αιώνα.
Σκηνές αγροτικής ζωής σε βυζαντινό Ευαγγέλιο του 11ου αιώνα
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Γλώσσες
Ελληνικά
Θρησκεία
Ανατολικός Χριστιανισμός

Οι Βυζαντινοί Έλληνες ήταν οι υπήκοοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας με κυρίαρχο το ρωμαϊκό πολιτισμικό στοιχείο. Η πρωτεύουσα τους ήταν η Κωνσταντινούπολη και ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στα νότια Βαλκάνια, στην Κάτω Ιταλία, στα ελληνικά νησιά, στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο, στα μεγάλα αστικά κέντρα του Λεβάντε και στη βόρεια Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι (μεσαιωνική ελληνική: Ῥωμαῖοι) και ονόμαζαν το κράτος τους Bασιλεία των Ρωμαίων. Για ορισμένους όμως ήταν απλώς γνωστοί ως Γραικοί, κάτι που φαίνεται εκτός άλλων από τους Ρουνικούς λίθους για τη Γραικία και τον απολογισμό των ταξιδιών του Ιμπν Μπατούτα. Στη σύγχρονη ιστοριογραφία αναφέρονται ως «Βυζαντινοί» και «Βυζαντινοί Έλληνες» και η αυτοκρατορία τους ως «Βυζαντινή», όροι που δημιουργήθηκαν τον 16ο αιώνα από τον Γερμανό λόγιο Ιερώνυμο Βολφ[1]

Η κοινωνική δομή των Βυζαντινών βασιζόταν κυρίως σε αγροτική βάση δουλοπαροικίας που αποτελούσαν οι χωρικοί και ένα μικρό μέρος των απόρων. Αυτοί οι χωρικοί ζούσαν σε τρία είδη οικισμών: το χωρίον, ή χωριό, το αγρίδιον, ή μικρό χωριό, και το προάστειον, ή αγροικία[2]. Πολλές κοινωνικές αναταραχές κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποδόθηκαν στις πολιτικές φράξιες μέσα στην Αυτοκρατορία παρά στην ευρύτερη λαϊκή βάση της. Οι στρατιώτες που προέρχονταν από τους Βυζαντινούς στην αρχή στρατολογήθηκαν από τους χωρικούς αγρότες και εκπαιδευόταν ετησίως. Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε στον 11ο αιώνα, οι περισσότεροι στρατιώτες του στρατού ήταν είτε επαγγελματίες είτε μισθοφόροι.

Μέχρι το δωδέκατο αιώνα, η εκπαίδευση του Βυζαντινού πληθυσμού ήταν πιο αναπτυγμένη από τη Δύση, και ειδικά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με αποτέλεσμα μεγαλύτερα ποσοστό αλφαβητισμού. Η επιτυχία ήταν εύκολη για τους Βυζαντινούς έμπορους, οι οποίοι απολάμβαναν μια ισχυρή θέση στο διεθνές εμπόριο. Παρά τον ανταγωνισμό από τους Ιταλούς εμπόρους της Βενετίας και της Γένοβας, κράτησαν αυτή τη θέση σε όλη τη διάρκεια του τελευταίου μισού της ύπαρξης της αυτοκρατορίας. Ο κλήρος επίσης κατείχε ειδική θέση, όχι μόνο έχοντας περισσότερη ελευθερία από τον αντίστοιχο Δυτικό, αλλά διατηρώντας τον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη που θεωρούνταν ισότιμος του Πάπα στη Ρώμη. Η ισχυρή αυτή θέση δεν ήταν άμεση αλλά είχε αύξουσα πορεία, καθώς στην αρχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπό τον Μέγα Κωνσταντίνο (βασιλεία 306–337), μόνο ένα μικρό μέρος, περίπου 10%, του πληθυσμού ήταν Χριστιανοί.

Ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου η χρήση της ελληνικής είχε διαδοθεί στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ενώ τα λατινικά ήταν γλώσσα της διοίκησης. Από τη βασιλεία του Ηράκλειου (610–641), τα ελληνικά ήταν η κυρίαρχη γλώσσα του πληθυσμού και αντικατέστησε επίσης τα λατινικά στη διοίκηση. Στην αρχή η αυτοκρατορία είχε πολύ-εθνικό χαρακτήρα, αλλά μετά την απώλεια των μη ελληνόφωνων επαρχιών κυριαρχήθηκε από το ρωμαϊκό κυρίως στοιχείο. Με τον καιρό, οι σχέσεις τους με τη Δύση, ειδικά με τη Λατινική Ευρώπη, χειροτέρευσαν.

Οι σχέσεις χειροτέρευσαν παραπέρα με το σχίσμα μεταξύ της Καθολικής Δύσης και της Ορθόδοξης Ανατολής που οδήγησε στο να χαρακτηρίζονται οι Βυζαντινοί στη Δύση ως αιρετικοί. Σε όλη τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ειδικά μετά τη στέψη του Καρλομάγνου (βασιλεία ως Βασιλιάς των Φράγκων 768–814) στη Ρώμη το 800, οι Βυζαντινοί δεν θεωρούνταν από τους Δυτικούς Ευρωπαίους ως Ρωμαίοι, αλλά μάλλον μέρος ενός Ανατολικού βασιλείου με ελληνικό πληθυσμό. Όμως, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και συνέχισε την αδιάσπαστη διαδοχή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρήκμασε, οι Βυζαντινοί και τα εδάφη τους περιήλθαν υπό ξένη, κυρίως οθωμανική, κυριαρχία. Ο προσδιορισμός των ελληνόφωνων ελληνορθοδόξων ως Ρωμαίων τόσο από τους ίδιους όσο και από τους Οθωμανούς επικυριάρχους τους συνεχίστηκε ως και τον 20ο αιώνα, ενώ εξακολουθεί και υφίσταται μέχρι και σήμερα για τους εναπομείναντες κατοίκους της σύγχρονης Τουρκίας (σε αντίθεση με τους υπολοίπους που είναι γνωστοί ως Έλληνες - Γιουνανλάρ).

Ο δικέφαλος αετός, έμβλημα της Δυναστείας των Παλαιολόγων.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του Μεσαίωνα, οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι (Ῥωμαῖοι), που σημαίνει πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όρος που στην Ελληνική γλώσσα κατέληξε να είναι συνώνυμη με τον όρο Χριστιανοί Έλληνες[3][4]. Ο λατινογενής όρος Γραικοί βρισκόταν επίσης σε χρήση[5] αν και η χρήση του ήταν λιγότερο συνηθισμένη και ανύπαρκτη στην επίσημη Βυζαντινή πολιτική αλληλογραφία πριν την Τέταρτη Σταυροφορία του 1204[6]. Ενώ ο λατινικός όρος για τους αρχαίους Ἐλληνες μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τρόπο ουδέτερο, η χρήση του από τους Δυτικούς από τον 9ο αιώνα και μετά για να αμφισβητήσει τους βυζαντινούς ισχυρισμούς στην πολιτική κληρονομιά της στην πολιτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τον κατέστησε ένα υποτιμητικό εξωνύμιο για τους Βυζαντινούς που μετά βίας των χρησιμοποιούσαν, κυρίως στο πλαίσιο θεμάτων σχετικών με τη Δύση, όπως τα κείμενα της συνόδου της Φλωρεντίας, για να παρουσιάσουν τη δυτική οπτική.[7][8] Η αρχαία ονομασία Έλληνας στην ευρεία χρήση του ήταν συνώνυμη με το «παγανιστής», αλλά αναβίωσε ως εθνώνυμο στη μέση Βυζαντινή περίοδο (11ος αιώνας)[9].

Ενώ στη Δύση ο όρος «Ρωμαϊκός» απέκτησε καινούριο νόημα σε σχέση με την Καθολική Εκκλησία και τον Επίσκοπο της Ρώμης και τη γερμανική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ελληνική έννοια «Ρωμαίοι» παρέμεινε συνδεδεμένη στους Έλληνες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[10]. Οι άνθρωποι αυτοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους στη γλώσσα τους, και οι όροι «Βυζαντινοί» ή «Βυζαντινοί Έλληνες» είναι εξώνυμο που εισήγαγαν μετέπειτα ιστορικοί, όπως ο Ιερώνυμος Βολφ[11]. Όμως, η χρήση του όρου «Βυζαντινοί Έλληνες» για τους Ρωμαίους της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είναι αμφισβητούμενη[12]. Παρά την ονομαστική μετατόπιση που έλαβε χώρα στη Δύση, οι ανατολικοί γείτονες των Βυζαντινών, όπως οι Άραβες, συνέχισαν να τους αναφέρουν ως «Ρωμαίους», όπως για παράδειγμα στην 30η σούρα του Κορανίου.[13] Η ονομασία «Ρωμαϊκός» (Ρουμ μιλλέτ, «Ρωμαϊκό έθνος») χρησιμοποιήθηκε επίσης από τους κατοπινούς αντιπάλους των Βυζαντινών, τους Οθωμανούς, και το τουρκικό ομόλογό της (Ρωμιοί, «Rûm»), συνεχίζει να χρησιμοποείται επίσημα από την κυβέρνηση της Τουρκίας για να δηλώσει τους Ελληνορθόδοξους ντόπιους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, καθώς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (τούρκικα: Rum Ortodoks Patrikhanesi, «Ρωμαιορθόδοξο Πατριαρχείο»[14]).[15]

Το 1857 ο όρος «Βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα από τον Βρετανό ιστορικό Τζορτζ Φίνλεϊ το 1857 και από εκεί διαδόθηκε και σε άλλες γλώσσες μέσω της Βρετανικής αυτοκρατορίας.[16] Υιοθετήθηκε από τη Δυτική γραμματεία με την υπόθεση ότι κάθε τι Ρωμαϊκό είναι ουσιαστικά «Δυτικό», και από τη σύγχρονη ελληνική γραμματεία για εθνικιστικούς λόγους ταύτισης με την αρχαία Ελλάδα[12].

Ο βυζαντινολόγος Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ (1869–1930) όρισε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως «τη εκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του Ελληνικού έθνους»[17]. Το Βυζάντιο ήταν κυρίως γνωστό στους ξένους ως η Αυτοκρατορία των Ελλήνων λόγω της κυριαρχίας των ελληνικών γλωσσικών, πολιτισμικών, και δημογραφικών στοιχείων[18].

Εξέλιξη ελληνικών εθνωνυμίων στην Ευρώπη
Εποχή / Τύπος Εθνωνύμιο Αρχαιότητα Μεσαίωνας Αναγέννηση

(τέλη 13ου αιώνα +)

Νεότερη ιστορία
Ενδώνυμα

κυρίως νοτιοανατολική Ευρώπη

Έλληνες γενικός όρος μεταξύ αυτών που ακολουθούν τα ίδια ήθη, έθιμα, παραδόσεις, και γλώσσα. Διάφορα φύλα, πόλεις, αποικίες και βασίλεια, εντός και εκτός ελλαδικού χώρου και Ευρώπης οι αρχαίοι Έλληνες γενικότερα, ενώ σε θρησκευτικό πλαίσιο οι παγανιστές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (από τον 4ο αιώνα μ.Χ./περίοδο Ιουλιανού)[^ 1] σταδιακά και αργά ο όρος άρχισε να επανέρχεται ως αυτοπροσδιορισμός των σύγχρονων κατοίκων στον ελλαδικό χώρο από τον 13ο-15ο αιώνα και έπειτα, ιδιαίτερα μετά την άλωση της Δ´ Σταυροφορίας.[^ 2][^ 3] ο κύριος όρος σε χρήση για τους κατοίκους εντός της Ελλάδας και Κύπρου και γενικότερα στην ελληνική γλώσσα διαχρονικά για τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου και άλλων περιοχών
Γραικοί (Graeci): οι Έλληνες όπως αναφέρονταν από τους Ρωμαίους[^ 4] ανεπίσημος χαρακτηρισμός των κατοίκων του ελλαδικού χώρου (ή των ατόμων ελληνικής καταγωγής γενικότερα) στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ιστορικά προερχόμενος από τον αρχαίο ρωμαϊκό όρο για τους Έλληνες[^ 5][^ 3] παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός
Βυζαντινοί οι κάτοικοι της πόλης του Βυζαντίου όπως αρχαιότητα όπως αρχαιότητα Οι Έλληνες του Μεσαίωνα όπως κατά την παραπάνω χρήση του Έλληνες για το σύνολο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[^ 6]
Ρωμιοί / Ρωμανοί - αυτοπροσδιορισμός των κατοίκων της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρωμαίοι, Έλληνες και άλλες εθνικότητες εντός της αυτοκρατορίας, ισχυρά στοιχεία ελληνικού πολιτισμού)[^ 7][^ 6] αυτοπροσδιορισμός των κατοίκων της πρώην ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αυξανόμενη θρησκευτική έννοια ως ορθόδοξοι παραδοσιακός όρος και αυτοπροσδιορισμός για τους Έλληνες του Μεσαίωνα και έπειτα, και Ρουμάνοι για τους κατοίκους της Ρουμανίας
Ρωμαίοι αρχαία Ρώμη (δημοκρατία/πολιτεία και αυτοκρατορία) όπως Ρωμιοί όπως Ρωμιοί

αλλά και Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

αρχαίοι Ρωμαίοι και σύγχρονοι κάτοικοι της Ρώμης
Εξώνυμα

κυρίως Δυτική Ευρώπη

Έλληνες όπως παραπάνω (Hellenes, hellenismus κτλ): όπως παραπάνω Όπως Μεσαίωνα (hellenic κτλ), συγκεκριμένα σε ότι αφορά την αρχαία Ελλάδα (κυρίως γερμανική βιβλιογραφία), ή γενικά σε ότι αφορά τον ελληνικό πολιτισμό και φιλοσοφία διαχρονικά (αγγλική βιβλιογραφία)
Γραικοί όπως παραπάνω (Greeks, Graeci κτλ) όρος σε καθολική χρήση στην δυτική Ευρώπη για την περιγραφή των κατοίκων του συνόλου της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[^ 6] Όπως Μεσαίωνα (Greeks κτλ): Οι κάτοικοι της Ελλάδας, αλλά και διαχρονικός γενικός χαρακτηρισμός στις δυτικές γλώσσες για τους Έλληνες γενικότερα
Βυζαντινοί όπως παραπάνω όπως παραπάνω χρήση του όρου τον 15ο αιώνα από τον Ιερώνυμο Βολφ όπου ως όρος για το σύνολο της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Επικράτησε σταδιακά ως τέτοιος.[^ 8][^ 6] Οι κάτοικοι της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Ρωμαίοι όπως παραπάνω αρχαίοι Ρωμαίοι, οι κάτοικοι της Ρώμης, γενικότερα οι ακολουθόντες τον δυτικό χριστιανισμό (ρωμαιοκαθολικισμό),[^ 9][^ 6] και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Φράγκων (Βασίλειο της Γερμανίας) ως ρωμαϊκή αυτοκρατορία (9ος αιώνας) και κατόπιν Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (11ος αιώνας και έπειτα), ισχυρή γερμανική επίδραση[^ 10][^ 11][^ 12] Όπως Μεσαίωνα αρχαίοι Ρωμαίοι και σύγχρονοι κάτοικοι της Ρώμης

Παραπομπές πίνακα

  1. Bowersock, G.W. (1996). Hellenism in late antiquity. Michigan, USA: The University of Michigan Press. σελ. 9-12. ISBN 978-0-472-06418-2. 
  2. Neville, Leonora (4 Οκτωβρίου 2012). Heroes and Romans in Twelfth-Century Byzantium: The Material for History of Nikephoros Bryennios. Cambridge University Press. ISBN 9781107009455. 
  3. 3,0 3,1 «Νίκος Σβορώνος: Ο μεσαιωνικός ελληνισμός - Ερανιστής». Ερανιστής. 2017-03-20. http://eranistis.net/wordpress/2017/03/20/%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%B2%CE%BF%CF%81%CF%8E%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CF%83%CE%B1%CE%B9%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CF%83/. Ανακτήθηκε στις 2017-08-13. 
  4. (Heidelberg), Gschnitzer, Fritz (στα αγγλικά). Grai, Graeci. http://referenceworks.brillonline.com/entries/brill-s-new-pauly/grai-graeci-e427170. 
  5. (στα αγγλικά) Antique Names and Self-IdentificationHellenes, Graikoi, and Romaioi from Late Byzantium to the Greek Nation-State* - Oxford Scholarship. doi:10.1093/acprof:oso/9780199672752.001.0001/acprof-9780199672752-chapter-5. http://www.oxfordscholarship.com/view/10.1093/acprof:oso/9780199672752.001.0001/acprof-9780199672752-chapter-5. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 ««Γιατί το Βυζάντιο», Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (Μεταίχμιο)». Protagon.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2017. 
  7. Kaldellis, Anthony. From Rome to New Rome, from Empire to Nation-StateReopening the Question of Byzantium’s Roman Identity. σελίδες 387–404. 
  8. N.Y.), Metropolitan Museum of Art (New York (2006). Byzantium, Faith, and Power (1261-1557): Perspectives on Late Byzantine Art and Culture. Metropolitan Museum of Art. ISBN 9780300111415. 
  9. «Old Roman Catholicism and the Holy Roman Empire». www.anglicanritecatholicchurch.org. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2017. 
  10. «Holy Roman Empire | historical empire, Europe» (στα αγγλικά). Encyclopedia Britannica. https://www.britannica.com/place/Holy-Roman-Empire. Ανακτήθηκε στις 2017-08-13. 
  11. Peter Hamish Wilson, The Holy Roman Empire, 1495–1806, MacMillan Press 1999, London, page 2
  12. Erik von Kuehnelt-Leddihn: The Menace of the Herd or Procrustes at Large – Page: 164
Ψηφιδωτό του 11ου αιώνα στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Στα αριστερά, ο Κωνσταντίνος Θ´ «εν Χριστώ τω Θεώ αυτοκράτωρ πιστός, βασιλεύς Ρωμαίων».

Στη σύγχρονη Βυζαντινολογία, υπάρχουν τρεις κύριες σχολές σκέψεις για τη μεσαιωνική Ανατολική Ρωμαϊκή ταυτότητα. Πρώτον, η κυριαρχούσα άποψη, που θεωρεί τη ρωμαϊκότητα ως τον τρόπο αυτοπροσδιορισμού των υπηκόων μια πολύ-εθνοτικής αυτοκρατορίας στην οποία η ελίτ δεν αυτοπροσδιοριζόταν ως «Έλληνες» και ο μέσος υπήκοος θεωρούσε εαυτόν Ρωμαίο. Δεύτερον, μια ιστοριογραφική σχολή υπό την επίδραση του ελληνικού εθνικισμού αντιμετωπίζει τη ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών ως τη μεσαιωνική έκφραση μιας διαχρονικής ελληνικής ταυτότητας. Μια τρίτη άποψη υποστηρίχθηκε πρόσφατα από τον Αντώνη Καλδέλλη, που επιχειρηματολογεί ότι η ανατολική ρωμαϊκή ταυτότητα ήταν μια προ-νεωτερική εθνική ταυτότητα.[19][20]

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα για να θεωρηθεί κανείς Ρωμαίος ήταν το να είναι Χριστιανός Ορθόδοξος και, πιο σημαντικό, να μιλάει ελληνικά, ιδιότητες που έπρεπε να έχουν αποκτηθεί εκ γενετής προκειμένου να μη θεωρηθεί κανείς «αλλογενής» ή ακόμα και «βάρβαρος».[21] Ο όρος που χρησιμοποιούνταν ως επι το πλείστον για να περιγράψει κάποιον ξένο τόσο για τους Βυζαντινούς όσο και για το κράτος τους ήταν «εθνικός» (ἐθνικός), όρος που αρχικά χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τους μη-Εβραίους ή μη-Χριστιανούς, αλλά είχε απωλέσει τη θρησκευτική του σημασία.[22] Στο κλασικίζον ύφος που συχνά χρησιμοποιούσαν περιγράφοντας άλλους λαούς, οι βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονταν τακτικά στο λαό τους ως «Αύσονες», με την αρχαία δηλαδή ονομασία για τους κατοίκους της Ιταλίας.[23] Οι Βυζαντινοί ήταν και αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως κληρονόμους του πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας,[24][25] πολιτικούς κληρονόμους της Αυτοκρατορικής Ρώμης[26][27], και ακόλουθους και συνεχιστές των Αποστόλων[28]. Έτσι, η αντίληψή τους της έννοιας «Ρωμαίος» ήταν διαφορετική από αυτή των συγχρόνων τους στη Δύση. «Ρωμαϊκός» ήταν το όνομα στην κοινή Ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με το «Ελληνικός» το οποίο ήταν λογοτεχνική ή δογματική μορφή[29]. Οι βυζαντικές ελίτ και ο απλός λαός έτρεφαν ένα υψηλό αίσθημα συλλογικής αυτοεκτίμησης που βασιζόταν σε αυτό που προσλάμβαναν ως πολιτισμική ανωτερότητα έναντι των ξένων, που αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση, παρά τη συχνή χρήση φιλοφρονήσεων σε μεμονωμένους αλλοδαπούς, π.χ. το χαρακτηρισμό κάποιου ως ἀνδρείου Ῥωμαιόφρονος (ο ανδρείος που σκέπτεται ως Ρωμαίος)[22]. Υπήρχε ήδη ένα στοιχείο αδιαφορίας ή παραμέλησης κάθε τι μη Ελληνικού, που συνεπώς ήταν «βαρβαρικό»[30].

Στον επίσημο λόγο, «όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ήταν υπήκοοι του αυτοκράτορα, και συνεπώς Ρωμαίοι». Έτσι, ο αρχικός ορισμός του Ρωμαίος ήταν «πολιτικός ή κρατικός»[31]. Προκειμένου κάποιος να επιτύχει να είναι πλήρης και αδιαμφισβήτητος «Ρωμαίος» ήταν καλύτερο να είναι Ελληνορθόδοξος και ελληνόφωνος, τουλάχιστον όσον αφορά στη δημόσια εικόνα του[31]. Όμως, η πολιτισμική ομοιομορφία την οποία επεδίωκε η Βυζαντινή Εκκλησία και το κράτος μέσω της Ορθοδοξίας και της Ελληνικής γλώσσας δεν ήταν αρκετή για εξαλείψει διαφορετικές ταυτότητες, ούτε επεδίωκε κάτι τέτοιο[30][31].

Συχνά η τοπική (γεωγραφική) ταυτότητα κάποιου μπορούσε να υπερκεράσει την ταυτότητά του ως Ρωμαίος. Οι όροι ξένος και ἐξωτικός περιέγραφαν «άτομα ξένα στο ντόπιο πληθυσμό», ασχέτως αν ήταν από το εξωτερικό ή από άλλο μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας[22]. «Όταν ένα άτομο ήταν μακριά από το σπίτι του ήταν ξένος και συχνά αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Ένας καλόγερος από τη δυτική Μικρά Ασία που έμπαινε σε ένα μοναστήρι στον Πόντο 'δυσφημίζονταν και αντιμετώπιζε άσχημη συμπεριφορά από όλους ως ξένος'. Η συνέπεια της τοπικής ενότητας ήταν η εχθρικότατα για τους μη ντόπιους»[32].

Λόγια αναβίωση του Ελληνισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από εξελικτικής άποψης, το Βυζάντιο ήταν μια πολύ-εθνοτική αυτοκρατορία που εξελίχθηκε σε Χριστιανική αυτοκρατορία, σύντομα περιέλαβε την Ελληνιστική αυτοκρατορία της Ανατολής, και τελείωσε τη χιλιόχρονη ιστορία της το 1453 ως ένα Ελληνορθόδοξο κράτος: μια αυτοκρατορία που έγινε Έθνος σχεδόν με τη σύγχρονη έννοια της λέξης[33]. Η παρουσία ξεχωριστής και ιστορικά πλούσιας λογοτεχνικής κληρονομιάς ήταν επίσης πολύ σημαντική για το διαχωρισμό μεταξύ της «Ελληνικής» Ανατολής και της «Λατινικής» Δύσης, και έτσι τη μορφοποίηση και των δύο[34]. Ήταν μια πολύ-εθνοτική αυτοκρατορία όπου το Ελληνικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο, ειδικά στην τελευταία περίοδο[31].

Η καθομιλούμενη γλώσσα και το κράτος, οι σηματοδότες της ταυτότητας που θα γίνονταν τα θεμελιώδη δόγματα στον εθνικισμό του 19ου αιώνα σε όλη την Ευρώπη, έγιναν, από τύχη, πραγματικότητα κατά περίοδο της διαμόρφωσης της μεσαιωνικής Ελληνικής ιστορίας[35]. Μετά την απώλεια των μη ελληνόφωνων εδαφών της αυτοκρατορίας τον 7ο και 8ο αιώνα, η ονομασία «Έλλην», όταν δε χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τον ειδωλολάτρη, έγινε συνώνυμο των ονομάτων «Ρωμαίος» (Ῥωμαῖος) και «Χριστιανός» για να υποδηλώσει τους Χριστιανούς Έλληνες πολίτες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[3].

Στα πλαίσια της αυξανόμενης Βενετικής και Γενοβέζικης δύναμης στην ανατολική Μεσόγειο, η σύνδεση με τον Ελληνισμό απέκτησε βαθύτερες ρίζες μεταξύ της Βυζαντινής ελίτ, σε μια επιθυμία να ξεχωρίσουν τον εαυτό τους από τη Λατινική Δύση και να νομιμοποιήσουν τις διεκδικήσεις τους στις ελληνόφωνες περιοχές[36]. Με αρχή τον 12ο αιώνα και ιδίως μετά το 1204, κάποιοι Βυζαντινοί λόγιοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το αρχαίο Ελληνικό εθνώνυμο Ἕλλην για να περιγράψουν το Βυζαντινό πολιτισμό[37]. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ένας μικρός κύκλος της ελίτ στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας χρησιμοποίησε τον όρο «Έλληνες» ως όρο αυτοπροσδιορισμού.[38] Για παράδειγμα, σε μια επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο Θ΄ ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Βατατζής (βασιλεία 1221–1254) ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί το δώρο της βασιλείας από τον Μέγα Κωνσταντίνο, και έδωσε έμφαση στην «Ελληνική» του καταγωγή, εξαίροντας τη σοφία των Ελλήνων. Παρουσίαζε την Ελληνική κουλτούρα ως αναπόσπαστο κομμάτι της Βυζαντινής πολιτικής αψηφώντας τους ισχυρισμούς των Λατίνων. Ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης (βασιλεία 1254-1258), ο μόνος που χρησιμοποιούσε συστηματικά τον όρο «Έλληνες» ως όρο αυτοπροσδιορισμού αυτήν την περίοδο, προσπάθησε να αναβιώσει την Ελληνική παράδοση με την ενδυνάμωση των σπουδών της φιλοσοφίας, γιατί κατά τη γνώμη του υπήρχε κίνδυνος η φιλοσοφία να «εγκαταλείψει τους Έλληνες και να βρει καταφύγιο στους Λατίνους».[39][40] Για ιστορικούς της αυλής της Νίκαιας, ωστόσο, όπως ο Γεώργιος Ακροπολίτης και ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο όρος Ρωμαίος παρέμεινε ο μοναδικός σημαντικός όρος αυτοπροσδιορισμού, παρά τα ίχνη επίδρασης της πολιτικής των αυτοκρατόρων της Νίκαιας στα γραπτά τους.[41]

Κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, αφότου οι Βυζαντινοί είχαν ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο όρος «Ρωμαίοι» έγινε και πάλι ο κυρίαρχος όρος αυτοπροσδιορισμού και λίγα ίχνη του όρου «Έλληνες» υπάρχουν, όπως στα γραπτά του Γεώργιου Γεμιστού (Πλήθωνα)·[42] o νεοπλατωνικός φιλόσοφος καυχιόταν «Είμαστε Έλληνες στη φυλή και τον πολιτισμό», και πρότεινε την αναγέννηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ακολουθώντας ένα ουτοπικό Ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης με κέντρο το Μυστρά[43]. Υπό την επίδραση του Πλήθωνα, ο λόγιος, διδάσκαλος, και μεταφραστής Ιωάννης Αργυρόπουλος, αποκάλεσε τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (βασιλεία 1425–1448) «Βασιλιά Ήλιο της Ελλάδας»[44] και παρακίνησε τον τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο να αυτοανακηρυχθεί «Βασιλιάς των Ελλήνων».[45] Αυτές οι κατά κύριο λόγο ρητορικές εκφράσεις ελληνικής ταυτότητας ήταν περιορισμένες σε ένα πολύ μικρό κύκλο και δεν είχαν καμία επίδραση στο λαό. Συνεχίστηκαν ωστόσο από τους Βυζαντινούς λογίους που συμμετείχαν στην Ιταλική Αναγέννηση.[46]

Η Είσοδος των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, Ευγένιος Ντελακρουά, 1840.

Στα μάτια της Δύσης, μετά τη στέψη του Καρλομάγνου, οι Βυζαντινοί δεν αναγνωρίζονταν ως οι κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο αντίθετα αντιλαμβανόταν ως μια παρακμασμένη συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας, και συχνά περιγραφόταν ως η «Αυτοκρατορία των Ελλήνων» ή «Βασίλειο της Ελλάδας». Αυτές η αρνήσεις της Βυζαντινής Ρωμαϊκής κληρονομιάς και οικουμενικών δικαιωμάτων θα έδιναν το έναυσμα για τις πρώτες δυσαρέσκειες μεταξύ των Ελλήνων και των «Λατίνων» (από το Λατινικό Λειτουργικό) ή «Φράγκων» (από την εθνικότητα του Καρλομάγνου), όπως αποκαλούνταν από τους Έλληνες[30][47][48].

Η δημοφιλής Δυτική άποψη αντικατοπτρίζεται στο Translatio militiae, ο ανώνυμος συγγραφέας του οποίου δηλώνει ότι οι Έλληνες είχαν χάσει το κουράγιο και τη γνώση τους, και συνεπώς δεν συμμετείχαν στον πόλεμο εναντίον των απίστων. Σε άλλο σημείο, οι αρχαίοι Έλληνες επαινούνται για τις στρατιωτικές τους ικανότητες και τις γνώσεις τους, με το συγγραφέα έτσι να διαχωρίζει τους σύγχρονους Βυζαντινούς Έλληνες, που γενικά θεωρούνταν ως μη πολεμοχαρείς και σχισματικοί. Αν και αυτή η φήμη μοιάζει παράξενη με τη σύγχρονη ματιά δεδομένων των αμείωτων στρατιωτικών επιχειρήσεων των Βυζαντινών και τους αγώνες τους του 8ου αιώνα εναντίον του Ισλάμ και των Ισλαμικών κρατών, αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφία ρεαλπολιτίκ των Βυζαντινών, οι οποίοι εφάρμοζαν τη διπλωματία και το εμπόριο μαζί με τη στρατιωτική δύναμη στην εξωτερική πολιτική, και το υψηλό επίπεδο του πολιτισμού τους σε αντίθεση με το ζήλο των Σταυροφόρων και την άγνοια και προκατάληψη της μεσαιωνικής Δύσης. Όπως το έθεσε ο ιστορικός Στίβεν Ράνσιμαν[49]:

«Από τότε που οι σκληροί Σταυροφόροι προπάτορές μας είδαν για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη και γνώρισαν, προς περιφρονητική τους απέχθεια, μια κοινωνία όπου όλοι διαβάζανε και γράφανε, τρώγανε με πιρούνια και προτιμούσαν τη διπλωματία από τον πόλεμο, ήταν διαδεδομένο να αντιμετωπίζουν τους Βυζαντινούς με περιφρόνηση και να χρησιμοποιούν το όνομά τους ως συνώνυμο της παρακμής».

Ένα καίριο σημείο στο πώς οι δύο πλευρές έβλεπαν η μία την άλλη ήταν πιθανόν η Σφαγή των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη το 1182. Η σφαγή ακολούθησε την εκθρόνιση της Μαρίας της Αντιοχείας, μιας Νορμανδό-Φραγκικής (και κατά συνέπεια «Λατινικής») πριγκίπισσας που βασίλευε ως αντιβασιλέας του ανήλικου γιου της Αυτοκράτορα Αλεξίου Β΄ Κομνηνού. Η Μαρία ήταν ιδιαίτερα μη δημοφιλής εξαιτίας της πλουσιοπάροχης εύνοιας που είχε δείξει προς τους Ιταλούς εμπόρους κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, και η δημόσιοι πανηγυρισμοί για την πτώση της από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης μετατράπηκαν γρήγορα σε ταραχές και σφαγή. Το συμβάν και οι ανατριχιαστικές περιγραφές των επιζώντων πυροδότησαν της θρησκευτικές εντάσεις στη Δύση, οδηγώντας στα αντίποινα της λεηλάτησης της Θεσσαλονίκης του 1185, τη δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της αυτοκρατορίας, από το Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας. Ένα παράδειγμα της Δυτικής γνώμης τότε είναι τα γραπτά του Γουλιέλμου της Τύρου, ο οποίος περιέγραψε το «Ελληνικό έθνος» ως «γέννημα εχιδνών, όπως ένα φίδι στο κόρφο, ή ένα ποντίκι στην γκαρνταρόμπα, που ανταποδίδει κακό στους φιλοξενούμενούς του»[50].

Ανατολική αντίληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ανατολή οι Πέρσες και οι Άραβες συνέχισαν να θεωρούν τους Βυζαντινούς Ρωμαίους (αραβικά: ar-Rūm) μετά την πτώση της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για παράδειγμα η 30η σούρα του Κορανίου (Αρ-Ρουμ) αναφέρεται στην ήττα των Βυζαντινών («Ρουμ» ή «Ρωμαίων») υπό τον Ηράκλειο από τους Πέρσες στη μάχη της Αντιόχειας και υπόσχεται την τελική νίκη των Βυζαντινών («Ρωμαίων»).[51] Αυτή η παραδοσιακή ονομασία των Βυζαντινών ως Ρωμαίων [της Ανατολής] στο μουσουλμανικό κόσμο συνέχισε κατά το Μεσαίωνα, οδηγώντας στη δημιουργία ονομασιών όπως το σουλτανάτο του Ρουμ («Σουλτανάτο επί των Ρωμαίων») στην κατειλημμένη Μικρά Ασία και προσωπικών ονομάτων όπως Ρουμί, όνομα του μυστικιστή Πέρση ποιητή που έζησε στο πρώην Βυζαντινό Ικόνιο το 13ο αιώνα.[52] Άραβες γεωγράφοι του ύστερου Μεσαίωνα θεωρούσαν ακόμα τους Βυζαντινούς ως «Ρουμ» (Ρωμαίους) όχι Έλληνες. Για παράδειγμα ο ιμπν Μπατούτα θεωρούσε τους καταρρέοντας Ρουμ ως «ισχνούς συνεχιστές και διαδόχους των αρχαίων Ελλήνων (Yunani) σε θέματα πολιτισμού.»[53]

Οι μουσουλμάνοι Οθωμανοί επίσης αναφέρονταν στους Βυζαντινούς αντιπαλους τους ως Ρουμ (Ρωμαίους) και ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα επίσημα στην Τουρκία για τους ελληνόφωνους ντόπιους (Ρουμλάρ) της Κωνσταντινούπολης πρβλ. Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (τούρκικα: Rum Ortodoks Patrikhanesi, «Ρωμαιορθόδοξο Πατριαρχείο»[14]).[15] Πολλά τοπωνύμια στη Μικρά Ασία προέρχονται από την τουρκική λέξη για τους Βυζαντινούς («Rûm», Ρωμαίοι): Ερζερούμ («Αρζαν των Ρωμαίων»), Ρούμελη («Γη των Ρωμαίων») και Ρουμίγιε-ι Σούγρα («Μικρή Ρώμη», η περιοχή της Αμάσειας και Σεβάστειας).[54]

Αν και η κοινωνική κινητικότητα δεν ήταν άγνωστη στο Βυζάντιο, η τάξη της κοινωνίας θεωρείται ότι ήταν πιο ανθεκτική, με τον μέσο άνθρωπο να θεωρεί ότι η Ουράνια Αυλή είναι το αρχέτυπο για την Αυτοκρατορική Αυλή στην Κωνσταντινούπολη[55]. Οι κοινωνία αυτή περιελάμβανε διάφορες τάξεις ανθρώπων, οι οποίες δεν ήταν ούτε αποκλειστικές ούτε «άνοσες» σε αλλαγές. Οι πιο χαρακτηριστικές από αυτές ήταν οι φτωχοί, οι χωρικοί, οι στρατιώτες, οι εκπαιδευτικοί, οι επιχειρηματίες, και ο κλήρος.[55]

Σύμφωνα με ένα κείμενο που χρονολογείται το 533 μ.Χ., ένας άνθρωπος χαρακτηριζόταν «φτωχός» αν δεν είχε 50 χρυσά νομίσματα (aurei), το οποίο ήταν μέτριο αλλά όχι αμελητέο ποσό[56]. Οι Βυζαντινοί ήταν κληρονόμοι των Ελληνικών εννοιών της φιλανθρωπίας για χάρη της πόλις, αλλά ήταν η Χριστιανικές έννοιες της Βίβλου που κινητοποιούσαν τη συνήθεια να δίνουν[57], και ειδικότερα τα παραδείγματα του Μέγα Βασίλειου, του Γρηγορίου Νύσσης και του Ιωάννη του Χρυσόστομου[57]. Ο αριθμός των φτωχών μεταβαλλόταν κατά τη διάρκεια των πολλών αιώνων ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά αποτελούσαν μια σταθερή πηγή χειρονακτικής εργασίας για έργα οικοδόμησης και αγροτικές εργασίες. Απ’ ό, τι φαίνεται ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά το τέλος του 4ου και αρχές του 5ου αιώνα καθώς εισβολές βαρβάρων και η επιθυμία αποφυγής φορολόγησης οδήγησαν αγροτικούς πληθυσμούς στις πόλεις[58].

Από την Ομηρική εποχή, υπήρχαν κατηγορίες φτώχειας: ο πτωχός, («παθητικός φτωχός») ήταν κατώτερος από τον πένη (πένης, «ενεργητικός φτωχός»)[59]. Οι φτωχοί αποτελούσαν την πλειοψηφία του διαβόητου όχλου της Κωνσταντινούπολης, ο ρόλος του οποίου ήταν περίπου ίδιος με αυτόν του όχλου της Ρώμης. Όμως, ενώ υπάρχουν περιστατικά εξεγέρσεων που αποδίδονται στους φτωχούς, η πλειοψηφία των αστικών αναταράξεων αποδίδονταν συγκεκριμένα στις διάφορες φράξιες του Ιππόδρομου, όπως οι Πράσινοι και οι Βένετοι[60]. Οι φτωχοί αποτελούσαν ένα μη αμελητέο ποσοστό του πληθυσμού, αλλά επηρέασαν τη Χριστιανική κοινωνία του Βυζαντίου για τη δημιουργία μεγαλύτερου δικτύου νοσοκομείων (ιατρεία) και φτωχοκομείων, και την ύπαρξη ενός θρησκευτικού και κοινωνικού προτύπου κατά το μεγαλύτερο μέρος δικαιολογημένου από την ύπαρξη των φτωχών, και δημιουργημένου από τη χριστιανική μεταμόρφωση της κλασσικής κοινωνίας.[61]

Δεν υπάρχουν αξιόπιστα νούμερα για τον αριθμό των χωρικών, αλλά είναι θεωρείται ευρέως ως υπόθεση ότι η μεγάλη πλειοψηφία των Βυζαντινών ζούσαν σε αγροτικές και γεωργικές περιοχές[62]. Στα Τακτικά του Αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού (βασιλεία 886–912), τα δύο επαγγέλματα που περιγράφονται ως η ραχοκοκαλιά του κράτους είναι οι χωρικοί (γεωργική) και οι στρατιώτες (στρατιωτική)[62]. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι εκτός που οι χωρικοί παρήγαγαν το μεγαλύτερο μέρος της τροφής της Αυτοκρατορίας, ήταν επίσης η μεγαλύτερη πηγή φόρων[62]

Οι χωρικοί ζούσαν κατά κύριο λόγο στα χωριά, το όνομα των οποίων άλλαξε σταδιακά από το κλασσικό κώμη στο σύγχρονο χωριό[63]. Ενώ η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι κύριες ασχολίες των χωρικών, δεν ήταν οι μόνες[63]. Υπάρχουν στοιχεία για τη μικρή πόλη της Λάμψακου, στην ανατολική ακτή του Ελλήσποντου, όπου από τα 173 νοικοκυριά τα 113 χαρακτηρίζονται ως χωρικοί και τα 60 ως αστική περιοχή, που υποδηλώνει και άλλου είδους βοηθητικές δραστηριότητες[63].

Η Πραγματεία περί φορολογίας, που σώζεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη στη Βενετία κάνει διάκριση τριών ειδών αγροτικών οικισμών, το χωρίον, το αγρίδιον, και το προάστειον[63]. Σύμφωνα με μια καταγραφή του 14ου αιώνα του χωριού Άφητος, που είχε δωριστεί στη Μονή Χιλανδαρίου, ο μέσος όρος κατοχής γης ήταν μόλις 3,5 μόδιοι (0,08 εκτάρια, 800τμ2)[64]. Φόροι που επιβάλλονταν στους αγροτικούς πληθυσμούς περιελάμβαναν τον καπνικόν ή φόρο της εστίας, τη συνονή ή πληρωμή σε μετρητά που συχνά σχετιζόταν με τον καπνικόν, το εννόμιον, ή φόρο κτηνοτροφίας, και αερικόν, που εξαρτιόταν από τον πληθυσμό του χωριού και κυμαινόταν μεταξύ 4 και 20 χρυσά νομίσματα το χρόνο[65].

Οι διατροφή τους αποτελούνταν κυρίως από σιτηρά και όσπρια και το ψάρι στις κοινότητες ψαράδων αντικαθιστούσε το κρέας[66]. Το ψωμί, κρασί, και ελιές αποτελούσαν σημαντικά στοιχεία της Βυζαντινής διατροφής με τους στρατιώτες στην εκστρατεία να τρώνε διπλοψημένο και αποξηραμένο ψωμί, το παξιμάδιον[67]. Όπως στην αρχαιότητα και τη σύγχρονη εποχή, οι πιο κοινές καλλιέργειες ήταν ελαιώνες και αμπέλια. Ενώ ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας, ένας επισκέπτης από την Ιταλία, βρήκε το Ελληνικό κρασί ενοχλητικό επειδή συχνά αρωματίζονταν με ρετσίνι (ρετσίνα), οι περισσότεροι Δυτικοί εκτιμούσαν τα Ελληνικά κρασιά, ειδικά τα Κρητικά που ήταν διάσημα.[68]

Ενώ το κυνήγι και το ψάρεμα ήταν διαδεδομένα, οι χωρικοί κυνηγούσαν κυρίως για να προστατέψουν το κοπάδι και τα σπαρτά τους[69]. Η μελισσοκομία ήταν πολύ ανεπτυγμένη στο Βυζάντιο, όπως και στην Αρχαία Ελλάδα[70]. Εκτός από τη γεωργία, οι χωρικοί ασκούσαν τέχνες, αναφερομένων στα οικονομικά αρχεία των μεταλλουργών (χαλκεύς), ραπτών (ράπτης), και τσαγκάρηδων (τζαγγάριος)[70].

Στρατιώτης φορώντας το φυλλιδωτό θώρακα κλιβάνιον, με ίσιο σπαθί, σπαθίον.

Κατά τη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου μετά βίας περνούσε ένας χρόνος χωρίς στρατιωτική εκστρατεία. Οι στρατιώτες ήταν φυσιολογικό μέρος της καθημερινής ζωής, πολύ περισσότερο από τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες[71]. Ενώ είναι δύσκολο να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ Ρωμαϊκών και Βυζαντινών στρατιωτών από οργανωτικής άποψης, αυτό είναι πιο εύκολο να γίνει όσον αφορά το κοινωνικό τους προφίλ[71]. Τα στρατιωτικά εγχειρίδια γνωστά ως Τακτικά συνέχισαν μια Ελληνιστική και Ρωμαϊκή παράδοση, και περιέχουν πληθώρα πληροφοριών για την εμφάνιση, παραδόσεις, συνήθειες, και ζωή των στρατιωτών[72].

Όπως και με τους χωρικούς, πολλοί στρατιώτες ασκούσαν και βοηθητικές ασχολίες όπως ιατρικές και παραϊατρικές, και τεχνικές[73]. Η επιλογή για τη στρατιωτική υπηρεσία ήταν ετήσια, ενώ μεγάλος αριθμός τοποθετούνταν σε στρατιωτικές ασκήσεις, κατά τους χειμερινούς μήνες, κάτι που αποτελούσε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής ζωής[74].

Μέχρι τον 11ο αιώνα, η πλειοψηφία της υποχρεωτικής στράτευσης προερχόταν από αγροτικές περιοχές, ενώ η στράτευση (ή όχι) των τεχνιτών και των εμπόρων παραμένει ως ερώτημα[75]. Από εκεί και μετά στράτευση επαγγελματιών αντικατέστησε την υποχρεωτική στράτευση, ενώ η αυξανόμενη χρήση μισθοφόρων ήταν καταστροφική για τα οικονομικά[75]. Από το 10ο αιώνα και μετά, υπήρχαν νόμοι που αφορούσαν την κτήση γης και τη στρατιωτική υπηρεσία. Ενώ το κράτος ποτέ δεν παραχωρούσε γη για υποχρεωτική υπηρεσία, οι στρατιώτες μπορούσαν και όντως χρησιμοποιούσαν την αμοιβή τους για να αγοράζουν κτήματα, ενώ φόροι μπορούσαν να μειωθούν ή να εξαλειφτούν σε κάποιες περιπτώσεις[76]. Αυτό που απέδιδε το κράτος από το 12ο αιώνα και μετά, ήταν εισοδήματα από φόρους, που ονομάζονταν πρόνιαι. Όπως και στην αρχαιότητα, η κύρια τροφή των στρατιωτών παρέμεινε το αποξηραμένο ψωμί, αν και το όνομα άλλαξε από βουκελάτον σε παξιμάδιον.

Σελίδα από Ιλιάδα του τέλους του 5ου ή αρχές του 6ου αιώνα, όπως αυτή που μπορεί να είχε στην κατοχή του ένας γραμματικός.

Η Βυζαντινή εκπαίδευση ήταν προϊόν μιας αρχαίας Ελληνικής παράδοσης που πηγαίνει πίσω στον 5ο αιώνα π.Χ.[77]. Αποτελούνταν από ένα τριμερές σύστημα εκπαίδευσης το οποίο είχε διαμορφωθεί από την Ελληνιστική περίοδο, και διατηρήθηκε, με τις αναπόφευκτες αλλαγές, μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης[77]. Τα στάδια της εκπαίδευσης ήταν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όπου οι μαθητές είχαν ηλικία από 6 ως 10 χρονών, η δευτεροβάθμια, όπου είχαν από 10 ως 16, και η ανώτερη εκπαίδευση[78].

Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ευρέως διαθέσιμη κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις πόλεις και κάποιες φορές και στην επαρχία[78]. Αυτό διασφάλιζε ότι ο αλφαβητισμός ήταν πολύ πιο διαδεδομένος απ’ ό, τι στη Δυτική Ευρώπη, τουλάχιστον μέχρι το δωδέκατο αιώνα[78][79]. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιοριζόταν στις μεγαλύτερες πόλεις ενώ η ανώτερη εκπαίδευση ήταν αποκλειστικά προερχόμενη από το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης[78].

Αν και δεν ήταν μια κοινωνία μαζικού αλφαβητισμού, όπως οι νεωτερικές κοινωνίες, η Βυζαντινή κοινωνία ήταν πολύ εγγράμματη[80]. Με βάση πληροφορίες από μια εκτεταμένη σειρά Βυζαντινών εγγράφων από διαφορετικές περιόδους (π.χ. ομιλίες, Εκλογές, κτλ), ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ συμπέρανε, ενώ τα βιβλία ήταν είδη πολυτελείας και η λειτουργική εγγραμματοσύνη (γνώση γραφής και ανάγνωσης) ήταν ευρέως διαδεδομένη, αλλά κατά κύριο λόγο περιορισμένη στις πόλεις και τις μονές, η πρόσβαση στη στοιχειώδη εκπαίδευση παρεχόταν στις περισσότερες πόλεις τον περισσότερο καιρό και κάποιες φορές και σε χωριά[81]. Ο Νικόλαος Οικονομίδης, επικεντρώνοντας στον Βυζαντινό αλφαβητισμό του 13ου αιώνα στη Δυτική Μικρά Ασία, λέει ότι στη Βυζαντινή κοινωνία εγγράμματη ήταν «όλη η εκκλησία, σχεδόν όλη η αριστοκρατία, κάποιοι ιππείς, σπάνια κάποιοι χωρικοί, και σχεδόν καθόλου οι γυναίκες»[82]. Ο Ιωάννης Στουραΐτης εκτιμά ότι το ποσοστό της Αυτοκρατορίας με κάποιο βαθμό αλφαβητισμού ήταν το πολύ 15–20%, με βάση κυρίως την αναφορά αναλφάβητων Βυζαντινών τουρμαρχών στα Τακτικά του Αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού (βασιλεία 886–912)[83].

Στο Βυζάντιο, ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είχε χαμηλή κοινωνική θέση και δίδασκε κυρίως από απλά βιβλία παραμυθιών (οι Μύθοι του Αισώπου χρησιμοποιούνταν συχνά)[84]. Όμως, οι γραμματικοί και η ρήτορες, εκπαιδευτικοί υπεύθυνοι για τις επόμενες βαθμίδες της εκπαίδευσης, απολάμβαναν περισσότερο σεβασμό[84]. Αυτοί χρησιμοποιούσαν τα κλασσικά Ελληνικά κείμενα όπως την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια, τον περισσότερο χρόνο τους καταλάμβανε η λέξη προς λέξη εξήγηση[84]. Τα βιβλία ήταν σπάνια και πολύ ακριβά, και τα κατείχαν μόνο δάσκαλοι, από τα οποία υπαγόρευαν κείμενα στους μαθητές[85].

Σκηνές από γάμο και οικογενειακή ζωή στην Κωνσταντινούπολη.

Οι γυναίκες τείνουν να παραβλέπονται στη Βυζαντινολογία, καθώς η Βυζαντινή κοινωνία έχει αφήσει λίγες αναφορές γι’ αυτές[86]. Οι γυναίκες ήταν σε μειονεκτική θέση σε κάποιες πλευρές του νομικού καθεστώτος και την πρόσβαση στην εκπαίδευση, και περιορισμένες στην ελευθερία μετακίνησης[87]. Η ζωή μιας Βυζαντινής Ελληνίδας γυναίκας μπορεί να χωριστεί σε τρεις φάσεις: κορίτσι, μητέρα, χήρα[88].

Η περίοδος της κοριτσιού ήταν σύντομη, και επικίνδυνη περισσότερο για τα κορίτσια απ’ ό, τι τα αγόρια[88]. Οι γονείς θα ήταν χαρούμενοι δύο φορές περισσότερο με τη γέννηση αγοριού, ενώ η υπάρχουν κάποια στοιχεία για την ύπαρξη θανάτωσης θηλυκών βρεφών (π.χ. εγκατάλειψη στο δρόμο και πνίξιμο), αν και αυτό ήταν φυσικά εναντίον και του πολιτικού και του θρησκευτικού νόμου[88]. Οι ευκαιρίες για εκπαίδευση για τα κορίτσια ήταν λίγες: δεν παρακολουθούσαν τα σχολεία, αλλά διδάσκονταν ανά ομάδες στο σπίτι από παιδαγωγούς[89]. Με μερικές εξαιρέσεις, η εκπαίδευση περιοριζόταν στην ανάγνωση και γραφή, και στη Βίβλο. Μια διάσημη εξαίρεση ήταν η Άννα Κομνηνή, η Αλεξιάδα της οποίας φανερώνει μεγάλο βάθος ευρυμάθειας[90]. Το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητας των νέων κοριτσιών ήταν στο νοικοκυριό και σε χειρωνακτικές αγγαρείες, προετοιμαζόμενα για το γάμο[90].

Για τα περισσότερα κορίτσια, η παιδική ηλικία τελείωνε με την αρχή της εφηβείας, που την ακολουθούσε σύντομα ο αρραβώνας και ο γάμος[91]. Αν και ο κανονισμένος γάμος από την οικογένεια ήταν ο κανόνας, η ρομαντική αγάπη δεν ήταν άγνωστη[91]. Οι περισσότερες γυναίκες γεννούσαν πολλά παιδιά, αλλά λίγα επιβίωναν πέρα από τη βρεφική ηλικία, και η λύπη για το χαμό ενός αγαπημένου ήταν μόνιμο μέρος της ζωής[92]. Η κύρια μορφή οικογενειακού ελέγχου ήταν η αποχή, και αν και υπάρχουν ενδείξεις για τη χρήση αντισύλληψης, φαίνεται ότι η χρήση της γινόταν κυρίως από ιερόδουλες[93].

Λόγω των επικρατουσών ηθών της σεμνότητας, οι γυναίκες φορούσαν ρούχα που κάλυπταν όλο το σώμα εκτός από τα χέρια τους[94]. Ενώ γυναίκες μεταξύ των φτωχών φορούσαν κάποιες φορές αμάνικους χιτώνες, οι περισσότερες γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να καλύπτουν ακόμα και τα μαλλιά τους με το μακρύ πέπλο, το μαφόριον. Οι εύπορες γυναίκες όμως, δεν λυπόταν τα έξοδα για να στολίζουν τα ρούχα τους με εξαιρετικά κοσμήματα και μεταξωτά υφάσματα[94]. Ήταν δύσκολο να πάρει κανείς διαζύγιο, αν και υπήρχαν νόμοι που τα επιτρέπανε[95]. Οι σύζυγοι συχνά δέρνανε τις γυναίκες τους, αν και το αντίστροφο δεν ήταν άγνωστο, όπως της περιγραφής του Θεόδωρου Πρόδρομου ενός δαρμένου συζύγου στα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου[95].

Αν και το προσδόκιμο ζωής των γυναικών στο Βυζάντιο ήταν μικρότερο από αυτό των αντρών, λόγω θανάτων κατά τη γέννα, οι πόλεμοι και το γεγονός ότι οι άντρες παντρεύονταν μικρότεροι, η γυναικεία χηρεία ήταν ακόμα αρκετά συχνή[95]. Κάποιες γυναίκες μπορούσαν να παρακάμψουν τις κοινωνικές νόρμες και να δουλέψουν ως έμποροι, καλλιτέχνες, ηγούμενες, και λόγιοι.[96]

Χρυσός σόλιδος του Ιουστινιανού Β΄ 4,42 γραμμαρίων, μετά το 692[97].

Η παραδοσιακή εικόνα των Βυζαντινών Ελλήνων εμπόρων ως μη επιχειρηματικών ευεργετών του κράτους αρχίζει να αλλάζει σε αυτήν των μετακινούμενων, ενεργητικών παραγόντων[98]. Η τάξη των εμπόρων, ειδικά αυτής της Κωνσταντινούπολης, έγινε μια δύναμη από μόνη της, που από καιρού εις καιρόν μπορούσε ακόμα και να απειλήσει τον Αυτοκράτορα, όπως συνέβη τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνα[99]. Αυτό κατέστη δυνατό μέσω επιτυχούς χρήσης πίστωσης και άλλων οικονομικών καινοτομιών. Οι έμποροι επένδυαν τα πλεονάζοντα κεφάλαια στη χρηματοδότηση οικονομικών προϊόντων που ονομάζονταν χρεοκοινωνία, το ισοδύναμο και ίσως ο πρόγονος των Ιταλικών commenda.[99]

Τελικά, η αγοραστική δύναμη των Βυζαντινών εμπόρων έγινε τέτοια που μπορούσε να επηρεάζει τις τιμές των αγορών μακριά όσο το Κάιρο και η Αλεξάνδρεια[98]. Ως αποτέλεσμα της επιτυχίας τους οι αυτοκράτορες έδωσαν στους εμπόρους το δικαίωμα να γίνονται μέλη της Συγκλήτου, δηλαδή να ενσωματωθούν στην άρχουσα ελίτ[100]. Αυτό έλαβε τέλος μέχρι το τέλος του ενδέκατου αιώνα όταν η πολιτικές μηχανορραφίες επέτρεψαν στην αριστοκρατία να διασφαλίσουν το θρόνο για παραπάνω από έναν αιώνα[100]. Μετά από αυτή τη φάση όμως, οι επιχειρηματίες έμποροι επανήρθαν και άσκησαν πραγματική επιρροή κατά τη διάρκεια της Τρίτης Σταυροφορίας[101].

Ο λόγος που οι Βυζαντινοί έμποροι έχουν συχνά παραμεληθεί στην ιστοριογραφία δεν είναι ότι ήταν λιγότερο ικανοί από τους αρχαίους ή σύγχρονους Έλληνες συναδέλφους τους όσον αφορά στο εμπόριο. Μάλλον προέκυψε από τον τρόπο που γραφόταν η ιστορία στο Βυζάντιο, που συχνά ήταν υπό τη χορηγία των ανταγωνιστών τους, της Αυλής, και της αριστοκρατίας[101]. Το γεγονός ότι τελικά τους ξεπέρασαν οι ανταγωνιστές τους Ιταλοί είναι τα προνόμια που παραχωρήθηκαν από τα Σταυροφορικά κράτη στον Λεβάντε και η κυριαρχική ναυτική βία των Ιταλών[101].

Αντίθετα από τη Δυτική Ευρώπη όπου οι ιερείς ήταν ξεκάθαρα χωρισμένοι από τους λαϊκούς, ο κλήρος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρέμεινε σε στενή σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία[102]. Οι αναγνώστες και οι υποδιάκονοι προέρχονταν από τους λαϊκούς και έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 20 χρονών ενώ οι ιερείς και οι επίσκοποι τουλάχιστον 30 χρονών[102]. Αντίθετα από την Καθολική Εκκλησία, η Βυζαντινή Εκκλησία επέτρεπε παντρεμένους ιερείς και διακόνους, αρκεί να είχαν παντρευτεί πριν τη χειροτόνηση. Οι επίσκοποι όμως, έπρεπε να μην είναι παντρεμένοι[102].

Ενώ η θρησκευτική ιεραρχία αντικατόπτριζε τη διοικητική διαίρεση της Αυτοκρατορίας, ο κλήρος ήταν πιο καθολικά παρόν από τους υπηρετούντες την αυτοκρατορία[103]. Το ζήτημα του καισαροπαπισμού ενώ συχνά σχετίζεται με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τώρα κατανοείται πολύ απλοποιημένη περιγραφή των πραγματικών συνθηκών της Αυτοκρατορίας[104]. Από τον 5ο αιώνα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναγνωριζόταν ως ο πρώτος μεταξύ ίσων των τεσσάρων ανατολικών Πατριαρχείων και ίδιου κύρους με τον Πάπα της Ρώμης[102].

Οι εκκλησιαστικές διοικητικές μονάδες ονομάζονταν επαρχίες και είχαν κεφαλή αρχιεπισκόπους ή μητροπολίτες που επέβλεπαν τους υφιστάμενούς τους επισκόπους. Για τους περισσότερους ανθρώπους όμως, ήταν ο ενοριακός ιερέας, ή παπάς που ήταν το πιο αναγνωρίσιμο μέλος του κλήρου για αυτούς[102][105].

Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του βυζαντινού πολιτισμού ήταν: 1) Η ελληνική γλώσσα, πολιτισμός, λογοτεχνία, και επιστήμη 2) Το ρωμαϊκό δίκαιο και παράδοση, 3) Η χριστιανική πίστη[106].

Στρογγυλόσχημη γραφή, από το χειρόγραφο της μετάφρασης των Εβδομήκοντα του 4ου αιώνα.

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν στη γλώσσα και τον πολιτισμό μια ελληνική κοινωνία[107] Γλωσσικά, τα Βυζαντινά ή μεσαιωνικά Ελληνικά είναι μεταξύ της Ελληνιστικής Κοινής και των σύγχρονων φάσεων της γλώσσας[108]. Ήδη από την Ελληνιστική περίοδο τα Ελληνικά ήταν η lingua franca της μορφωμένης ελίτ της Ανατολικής Μεσογείου, μιλιόταν ως μητρική γλώσσα των νότιων Βαλκανίων, των Ελληνικών νησιών, της Μικράς Ασίας, και των αρχαίων και Ελληνιστικών Ελληνικών αποικιών της Νότιας Ιταλίας, της Μαύρης Θάλασσας, της Δυτικής Ασίας και της Βορείου Αφρικής[109]. Στην αρχή της Βυζαντινής χιλιετίας, η Κοινή παρέμενε η βάση για τα ομιλούμενη Ελληνικά και τα Χριστιανικά γραπτά, ενώ η Αττική ήταν η γλώσσα των φιλοσόφων και των ρητόρων[110].

Καθώς ο Χριστιανισμός έγινε η κυρίαρχη θρησκεία, η Αττική διάλεκτος άρχισε να χρησιμοποιείται στα Χριστιανικά γραπτά επιπροσθέτως και συχνά μπερδεμένη με την Κοινή[110]. Όμως, από τον 6ο τουλάχιστον μέχρι το 12ο αιώνα, η Αττική παρέμεινε εδραιωμένη στο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ παραπέρα αλλαγές στην προφορική γλώσσα μπορούν να αξιώσουν μια θέση στην πρώιμη και μέση Βυζαντινή περίοδο[110].

Ο πληθυσμός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια, είχε μια ποικιλία μητρικών γλωσσών περιλαμβανομένων και των Ελληνικών[110]. Αυτές περιελάμβαναν τα Λατινικά, τα Αραμαϊκά, τα Κοπτικά, και Γλώσσες του Καυκάσου, ενώ ο Σύριλ Μάνγκο αναφέρει επίσης ενδείξεις για διγλωσσία στα νότια και νοτιοανατολικά[111]. Αυτές οι επιρροές, καθώς και η εισροή ανθρώπων με Αραβική, Κέλτικη, Γερμανική, Τουρκική και Σλαβική καταγωγή, παρείχαν στα μεσαιωνικά Ελληνικά πολλές δανεισμένες λέξεις που έχουν επιβιώσει και στη σύγχρονη Ελληνική γλώσσα[111]. Από τον 11ο αιώνα και μετά, υπάρχει επίσης μια αυξανόμενη χρήση της καθομιλουμένης στη λογοτεχνία[111].

Μετά τη Τέταρτη Σταυροφορία, υπήρχε αυξημένη επαφή με τη Δύση, και η lingua franca του εμπορίου έγιναν τα Ιταλικά. Στις περιοχές των Σταυροφορικών βασιλείων η κλασική εκπαίδευση έπαψε να είναι το εκ των ων ουκ άνευ του κοινωνικού στάτους, κάτι που οδήγησε σε άνοδο της καθομιλουμένης[111]. Από αυτήν την εποχή μαρτυρούνται πολλά ωραία έργα στην καθομιλουμένη, συχνά γραμμένα από άτομα με βαθιά κλασική εκπαίδευση[111]. Ένα διάσημο παράδειγμα είναι τα τέσσερα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα που αποδίδονται στον Θεόδωρο Πρόδρομο[111]. Από τον 13ο ως τον 15ο αιώνα, τους τελευταίους αιώνες της Αυτοκρατορίας, εμφανίστηκαν πολλά έργα, που περιλαμβάνουν θρήνους, παραμύθια, ρομάντζα, και χρονικά, που γράφτηκαν εκτός Κωνσταντινούπολης, και τα οποία μέχρι τότε ήταν βάση για πολλά λογοτεχνικά έργα, σε ένα ιδίωμα το οποίο οι μελετητές ονομάζουν «Βυζαντινή Κοινή»[111].

Όμως, η διγλωσσία του Ελληνόφωνου κόσμου, που ήδη είχε αρχίσει στην αρχαία Ελλάδα, συνέχισε και υπό τον Οθωμανικό ζυγό και επέμεινε και στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος ως το 1976, αν και η Κοινή Ελληνική παρέμεινε η επίσημη γλώσσα της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Όπως φαίνεται στα ποιήματα του Πτωχοπρόδρομου, ένα πρώιμο στάδιο της σύγχρονης Ελληνικής γλώσσας είχε ήδη διαμορφωθεί ως τον 12ο αιώνα, και ίσως και νωρίτερα. Η καθομιλουμένη Ελληνική γλώσσα συνέχισε να είναι γνωστή ως «Ρωμαίικα» μέχρι τον 20ο αιώνα[112].

Ο Βασιλιάς Δαβίδ με την αυτοκρατορική πορφύρα (Παρισινό Ψαλτήρι).

Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (βασιλεία 306–337), μετά βίας το 10% του πληθυσμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν Χριστιανοί, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να βρίσκεται στα αστικά κέντρα και το ανατολικό μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η πλειοψηφία ακόμα λάτρευε τους παλιούς θεούς με τον δημόσιο Ρωμαϊκό[113]. Όταν ο Χριστιανισμός έγινε και φιλοσοφικό σύστημα, η θεωρία και απολογητές το οποίου πάτησαν πολύ στον Κλασσικό κόσμο, αυτό άλλαξε[114]. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος ως Pontifex Maximus, ήταν υπεύθυνος την ορθή τελετουργική λατρεία της θεότητας σύμφωνα με την παλαιότερη Ρωμαϊκή πρακτική[115]. Το πέρασμα από την παλιά θρησκεία στη νέα περιείχε κάποια στοιχεία συνέχειας όπως και ρήξης με το παρελθόν, αν και η καλλιτεχνική κληρονομιά του παγανισμού διαλύθηκε σε κομμάτια, κάποιες φορές κυριολεκτικά, από το Χριστιανικό ζήλο[116].

Ο Χριστιανισμός οδήγησε στην ανάπτυξη κάποιων φαινομένων χαρακτηριστικών του Βυζαντίου. Όπως, η στενή σχέση Εκκλησίας και Κράτους, κληρονομιά της Ρωμαϊκής επίσημης κρατικής λατρείας (cultus)[116]. Επίσης, η δημιουργία της Χριστιανικής φιλοσοφίας που καθοδηγούσε τους Βυζαντινούς στις καθημερινές τους ζωές[116]. Τέλος, τη διχοτόμηση μεταξύ των Χριστιανικών ιδεωδών της Βίβλου, και της κλασσικής Ελληνικής παιδείας, η οποία δεν μπορούσε όμως να αποκλειστεί εντελώς, καθώς μεγάλο μέρος της Χριστιανικής λογιότητας και φιλοσοφίας εξαρτιόταν από αυτή[114][116]. Τα παραπάνω διαμόρφωσαν το χαρακτήρα των Βυζαντινών Ελλήνων και την αντίληψη των εαυτών τους και των άλλων.

Από το 10% της εποχής του Κωνσταντίνου[113], μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα το ποσοστό των Χριστιανών ήταν 50% και 90% μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα[116]. Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός (βασιλεία 527–565) κατόπιν ξεκαθάρισε με τους παγανιστές που είχαν μείνει, λόγιους ακαδημαϊκούς από τη μία, και αγράμματους χωρικούς από την άλλη[116]. Τέτοια γρήγορη μεταστροφή φαίνεται να είναι αποτέλεσμα σκοπιμότητας και όχι συνειδητοποιημένης μεταστροφής[116].

Η επιβίωση της Αυτοκρατορίας στην Ανατολή εξασφάλιση έναν ενεργό ρόλο του αυτοκράτορα στις υποθέσεις της Εκκλησίας. Το Βυζαντινό κράτος κληρονόμησε από το παγανιστικό προκάτοχό του τη διοικητική και οικονομική ρουτίνα της οργάνωσης των θρησκευτικών θεμάτων, και αυτή η ρουτίνα εφαρμόστηκε στη Χριστιανική Εκκλησία. Ακολουθώντας το μοντέλο που έθεσε ο Ευσέβιος της Καισαρείας, οι Βυζαντινοί έβλεπαν τον αυτοκράτορα ως αντιπρόσωπο ή απόστολο του Χριστού, ειδικότερα υπεύθυνου για την εδραίωση του Χριστιανισμού στους παγανιστές, και για τα «έξωθεν» της θρησκείας όπως τη διοίκηση και τα οικονομικά. Ο αυτοκρατορικός ρόλος στα ζητήματα της Εκκλησίας όμως[117].

Με την παρακμή της Ρώμης και τις εσωτερικές διαστάσεις σε άλλα Ανατολικά πατριαρχία, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως έγινε, μεταξύ των 6ου και 11ου αιώνων, το πλουσιότερος και με τη μεγαλύτερη επιρροή κέντρο της Χριστιανοσύνης[118]. Ακόμα κι όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε περιοριστεί σε μια σκιά του παλιού της εαυτού, η Εκκλησία, ως θεσμός, ασκούσε τόσο μεγαλύτερη επιρροή μέσα και έξω από τα αυτοκρατορικά σύνορα όσο ποτέ πριν. Όπως τονίζει ο Γεώργιος Οστρογκόρσκι[119]:

«Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε το κέντρο του Ορθόδοξου κόσμου, με υπαγόμενες μητροπολιτικές ενορίες και αρχιεπισκοπές στην περιοχή της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, τώρα πια χαμένες για το Βυζάντιο, όπως και στον Καύκασο, τη Ρωσία και τη Λιθουανία. Η Εκκλησία παρέμεινε το πιο σταθερό στοιχείο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.»

Όσον αφορά τη θρησκεία, η Βυζαντινή Ελληνική Μακεδονία είναι επίσης σημαντική όντας η πατρίδα των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, των δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη που στάλθηκαν από κρατικά υποστηριγμένες αποστολές για προσηλυτίσουν τους Σλάβους των Βαλκανίων και τις ανατολικής-κεντρικής Ευρώπης. Αυτό περιελάμβανε τη μετάφραση από αυτούς της Χριστιανικής Βίβλου στα Σλαβικά, για την οποία εφεύραν ένα αλφάβητο, το οποίο έγινε γνωστό ως Παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια του έργου τους, αυτό καταξίωσε τη φήμη των δύο Ελλήνων αδελφών ως πρωτοπόρων της Σλαβικής λογοτεχνίας και ως αυτών που εισήγαγαν πρώτοι των Βυζαντινό πολιτισμό και τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό στους μέχρι τότε αναλφάβητους και παγανιστές Σλάβους.

Μεταβυζαντινή εξέλιξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Βυζαντινοί Έλληνες, αποτελώντας την πλειοψηφία της καθ’ εαυτής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο απόγειό της, σταδιακά πέρασαν υπό την κυριαρχία ξένων δυνάμεων με την παρακμή της Αυτοκρατορίας κατά το Μεσαίωνα. Περνώντας κατά το μεγαλύτερο υπό την κυριαρχία των Μουσουλμάνων Αράβων, οι Βυζαντινοί είτε έφυγαν από τα μέρη τους, είτε υποτάχθηκαν στους νέους Μουσουλμάνους ηγέτες, αποκτώντας το στάτους των ζιμμήδων, μη μουσουλμάνοι υπήκοοι υπό μουσουλμανική κυριαρχία. Με τους αιώνας Χριστιανικές κοινότητες πρώην Βυζαντινών Ελλήνων που επιβίωσαν εξελίχτηκαν σε Έλληνες της Αντιόχειας, Μελχίτες, ή ενσωματώθηκαν σε κοινότητες των Αράβων Χριστιανών, που υπάρχουν μέχρι σήμερα.

Από την άλλη, άλλοι Βυζαντινοί μεταστράφηκαν στο Ισλάμ και με τον καιρό εκτουρκίστηκαν, κυρίως αυτοί στην Ανατολία[120].

Πέραν του όρου «Γραικοί», που δεν ήταν σε ευρεία χρήση, αλλά ως το 19ο αιώνα χρησιμοποιούνταν ως όρος με τον οποίον περιέγραφαν τον εαυτό τους λόγιοι και μικροί αριθμοί ανθρώπων που συνδέονταν με τη Δύση, οι νεοέλληνες χρησιμοποιούν το εθνωνύμιο «Ρωμαίοι» (με τη μορφή «Ρωμιοί», «Ρωμιοσύνη») ως όρο αυτοπροσδιορισμού.[121], αν και ο δεύτερος [122]

Πολλοί ελληνορθόδοξοι, ιδίως αυτοί που βρίσκονταν εκτός του νεοιδρυθέντος ελληνικού κράτους, συνέχισαν να αυτοπροσδιορίζονται ως «Ρωμιοί» ως και τον 20ο αιώνα. Ο Πέτρος Χαράνης, που γεννήθηκε στη Λήμνο το 1908 και αργότερα έγινε καθηγητής Βυζαντινής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Ρούτγκερς, διηγείται ότι όταν η Ελλάδα κατέλαβε το νησί από τους Οθωμανούς το 1912, Έλληνες στρατιώτες στάλθηκαν σε κάθε χωριό και σταμάτησαν στις πλατείες. Κάποια παιδιά έτρεξαν να δουν πώς είναι οι Έλληνες στρατιώτες. «Τι κοιτάζετε;» ρώτησε ένας στρατιώτης. «Τους Έλληνες», απάντησαν τα παιδιά. «Εσείς δεν είστε Έλληνες», αντιγύρισε ο στρατιώτης. «Όχι,» απάντησαν τα παιδιά, «είμαστε Ρωμιοί».[123]

Εθνικές, θρησκευτικές, και πολιτικές ομάδες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Evans, Helen C., επιμ. (2006). Byzantium, Faith, and Power (1261-1557): Perspectives on Late Byzantine Art and Culture. Νέα Υόρκη: Metropolitan Museum of Art. ISBN 9780300111415. 
  2. Ράγια, Έφη. «Βυζαντινῶν μέτρον τύχης – Προάστειον». Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών / Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών - Τομέας Βυζαντινών Ερευνών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2017. 
  3. 3,0 3,1 Harrison 2002, σελ. 268: «Το Ρωμαίοι και Έλληνες (όταν το τελευταίο δεν χρησιμοποιείται με την έννοια 'παγανιστής') και Χριστιανός έγιναν συνώνυμοι όροι, σε αντιπαραβολή με τα 'ξένος', 'βάρβαρος', και 'άπιστος'. Οι πολίτες της Αυτοκρατορίας, τώρα στην πλειοψηφία ελληνικής καταγωγής και γλώσσας, απλά αποκαλούνταν «ό χριστώνυμος λαός» »
  4. Earl 1968, σελ. 148.
  5. Παύλος ο Σιλεντιάριος. Descriptio S. Sophiae et Ambonis, 425, Σειρά 12 («χῶρος ὅδε Γραικοῖσι»); Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Epistulae, 419, Σειρά 30 («ἐν Γραικοῖς»); Θεοφάνης Ὁμολογητής. Χρονογραφία, Annus Mundi 6274 («...των Γραικών γράμματα και γλώσσα...»).
  6. Angelov 2007, σελ. 96 (including footnote #67); Makrides 2009, Chapter 2: "Christian Monotheism, Orthodox Christianity, Greek Orthodoxy", σελ. 74; Magdalino 1991, Chapter XIV: "Hellenism and Nationalism in Byzantium", σελ. 10.
  7. Page 2008, σελ. 66, 87, 256
  8. Kaplanis 2014, σελ. 86-7
  9. Cameron 2009, σελ. 7.
  10. Encyclopædia Britannica (2009), «History of Europe: The Romans».
  11. Ostrogorsky 1969, σελ. 2.
  12. 12,0 12,1 Kaldellis 2007, σελ. 338.
  13. Πρότυπο:Cite Quran
  14. 14,0 14,1 Στην Τουρκία αναφέρεται επίσης ανεπίσημα ως Fener Rum Patrikhanesi, «Ρωμαϊκό Πατριαρχείο του Φαναρίου».
  15. 15,0 15,1 Doumanis 2014, σελ. 210
  16. Rosser 2011, σελ. 2: «George Finlay's History of the Byzantine Empire from 716 to 1057, published in 1857, was the first occasion of "Byzantine Empire" being used in a modern historical narrative in English.»
  17. Winnifrith & Murray 1983, σελ. 113; Heisenberg, Kromayer & von Wilamowitz-Moellendorff 1923, «Staat und Gesellschaft des Byzantinischen Reiches», σελ. 364: «Byzanz ist das christlich gewordene Römerreich griechischer Nation.»
  18. Ahrweiler & Laiou 1998, σελ. vii; Lapidge και άλλοι 1999, σελ. 79; Hidryma Meletōn Chersonēsou tou Haimou 1973, σελ. 331; Ostrogorsky 1969, σελίδες 28, 146; Gross 1999, σελ. 45; Davies 1996, σελ. 135.
  19. Stouraitis 2014, σελ. 176. Για τη δεύτερη σχολή, βλ. π.χ. Niehoff 2012, Margalit Finkelberg, «Canonising and Decanonising Homer: Reception of the Homeric Poems in Antiquity and Modernity», σελ. 20, Pontificium Institutum Orientalium Studiorum 2003, σελ. 482: «Σαν κληρονόμοι των Αρχαίων Ελλήνων και των Aρχαίων Ρωμαίων, οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, αν και ήξεραν πολύ καλά ότι ήταν στην εθνική καταγωγή Έλληνες.» (επίσης: Savvides & Hendricks 2001)
  20. Stouraitis 2017, σελ. 70: "an established consensus in the field, which does not question the self-designation of the so-called Byzantines as Rhomaioi (Romans)"
  21. Malatras 2011, σελ. 421-2
  22. 22,0 22,1 22,2 Ahrweiler & Laiou 1998, σελίδες 2–3.
  23. Kaldellis 2007, σελ. 66: «Just as the Byzantines referred to foreign peoples by classical names, making the Goths into Skythians and the Arabs into Medes, so too did they regularly call themselves Ausones, an ancient name for the original inhabitants of Italy. This was the standard classicizing name that the Byzantines used for themselves, not 'Hellenes.'»
  24. Kazhdan & Constable 1982, σελ. 12; Runciman 1970, σελ. 14
  25. Kitzinger 1967, «Introduction», σελ. x: «Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον εαυτό τους θεματοφύλακες και κληρονόμους της Ελληνικής παράδοσης.»
  26. Kazhdan & Constable 1982, σελ. 12; Runciman 1970, σελ. 14; Haldon 1999, σελ. 7.
  27. Browning 1992, «Introduction», σελ. xiii: «Οι Βυζαντινοί δεν αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς, αλλά Ρωμαίους—(Romans). Γνώριζαν καλά το ρόλο τους ως κληρονόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που για πολλούς αιώνες είχε ενοποιήσει όλον τον κόσμο της Μεσογείου και τον περισσότερο έξω από αυτήν.»
  28. Kazhdan & Constable 1982, σελ. 12
  29. Runciman 1985, σελ. 119.
  30. 30,0 30,1 30,2 Ciggaar 1996, σελ. 14.
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 Ahrweiler & Laiou 1998, σελίδες vii–viii.
  32. Mango 1980, σελ. 30.
  33. Ahrweiler & Aymard 2000, σελ. 150.
  34. Millar, Cotton & Rogers 2004, σελ. 297.
  35. Beaton 1996, σελ. 9.
  36. Speck & Takács 2003, σελίδες 280–281.
  37. Mango 1965, σελ. 33.
  38. Angold 1975, σελ. 65: «The new usage of 'Hellene' was limited to a small circle of scholars at the Nicaean court and emphasized the cultural identity of the Byzantines as the heirs of the 'Ancient Hellenes'». Page 2008, σελ. 127: «it is important to appreciate that this was a limited phenomenon. The examples of self-identifying Hellenism are actually quite few and do not extend beyond the absolute elite of Nikaia, where the terminology of Rhomaios also maintained its hold»
  39. Angold 2000, σελ. 528
  40. Kaplanis 2014, σελ. 91-2
  41. Page 2008, σελ. 129
  42. Kaplanis 2014, σελ. 92
  43. Makrides 2009, σελ. 136.
  44. Lamers 2015, σελ. 42
  45. Georgios Steiris (16 October 2015). «Argyropoulos, John». Encyclopedia of Renaissance Philosophy (Springer International Publishing). doi:10.1007/978-3-319-02848-4_19-1. https://link.springer.com/referenceworkentry/10.1007/978-3-319-02848-4_19-1. 
  46. Mango 1965, σελ. 33
  47. Fouracre & Gerberding 1996, σελ. 345: «Η Φραγκική Αυλή δεν θεωρούσε πλέον ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε νομότυπες διεκδικήσεις της οικουμενικότητας. Αντίθετα, τώρα αποκαλούνταν 'Αυτοκρατορία των Ελλήνων'.»
  48. Halsall, Paul (1997). «Medieval Sourcebook: Urban II: Speech at Council of Clermont, 1095, Five versions of the Speech». Fordham University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 1998. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2009. 
  49. Runciman 1988, σελ. 9.
  50. Holt, Andrew (Ιανουαρίου 2005). «Massacre of Latins in Constantinople, 1182». Crusades-Encyclopedia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2009. Λέγεται ότι πάνω από 4.000 Λατίνοι διάφορων ηλικιών, φύλλου και κατάστασης παραδόθηκαν έτσι σε βαρβαρικά έθνη για χρήματα. Με τέτοιο τρόπο το ύπουλο Ελληνικό έθνος, γέννημα εχιδνών, όπως ένα φίδι στο κόρφο, ή ένα ποντίκι στην γκαρνταρόμπα, που ανταποδίδει κακό σε αυτούς που φιλοξενεί —αυτούς που δεν άξιζαν τέτοια μεταχείριση και δεν περίμεναν με τίποτα κάτι τέτοιο. Αυτούς στους οποίους είχαν δώσει τις κόρες τους, ανιψιές τους, και αδελφές τους ως συζύγους, και που, ζώντας τόσο πολύ μαζί τους, είχαν γίνει φίλοι τους. 
  51. Haleem 2005, «30. The Byzantines (Al-Rum)», σσ. 257–260.
  52. Lewis 2000, σελ. 9: «The Anatolian peninsula which had belonged to the Byzantine, or eastern Roman empire, had only relatively recently been conquered by Muslims and even when it came to be controlled by Turkish Muslim rulers, it was still known to Arabs, Persians and Turks as the geographical area of Rum. As such, there are a number of historical personages born in or associated with Anatolia known as Rumi, literally "from Rome."»
  53. Vryonis 1999, σελ. 29.
  54. Har-El 1995, σελ. 195.
  55. 55,0 55,1 Cavallo 1997, σελ. 2.
  56. Cavallo 1997, σελ. 15.
  57. 57,0 57,1 Cavallo 1997, σελ. 16.
  58. Cavallo 1997, σελ. 18.
  59. Cavallo 1997, σελίδες 15, 17.
  60. Cavallo 1997, σελίδες 21–22.
  61. Cavallo 1997, σελίδες 19, 25.
  62. 62,0 62,1 62,2 Cavallo 1997, σελ. 43.
  63. 63,0 63,1 63,2 63,3 Cavallo 1997, σελ. 44.
  64. Cavallo 1997, σελ. 45.
  65. Harvey 1989, σελίδες 103–104; Cavallo 1997, σελίδες 44–45.
  66. Cavallo 1997, σελ. 47.
  67. Cavallo 1997, σελ. 49.
  68. Cavallo 1997, σελ. 51.
  69. Cavallo 1997, σελ. 55.
  70. 70,0 70,1 Cavallo 1997, σελ. 56.
  71. 71,0 71,1 Cavallo 1997, σελ. 74.
  72. Cavallo 1997, σελ. 75.
  73. Cavallo 1997, σελ. 76.
  74. Cavallo 1997, σελ. 77.
  75. 75,0 75,1 Cavallo 1997, σελ. 80.
  76. Cavallo 1997, σελ. 81.
  77. 77,0 77,1 Cavallo 1997, σελ. 95.
  78. 78,0 78,1 78,2 78,3 «Education: The Byzantine Empire». Encyclopaedia Britannica. Encyclopaedia Britannica, Inc. 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2016. 
  79. Rautman 2006, σελ. 282: «Αντίθετα από τη μεσαιωνική Δύση, όπου η εκπαίδευση γινόταν κυρίως σε μοναστήρια, ο στοιχειώδης αλφαβητισμός ήταν διαδεδομένος στη Βυζαντινή κοινωνία σαν σύνολο.»
  80. Browning 1993, σελίδες 70, 81.
  81. Browning 1989, VII Literacy in the Byzantine World, σσ. 39–54; Browning 1993, σελίδες 63–84.
  82. Oikonomides 1993, σελ. 262.
  83. Stouraitis 2014, σελίδες 196–197.
  84. 84,0 84,1 84,2 Cavallo 1997, σελ. 96.
  85. Cavallo 1997, σελ. 97.
  86. Cavallo 1997, σελ. 117.
  87. Cavallo 1997, σελ. 118.
  88. 88,0 88,1 88,2 Cavallo 1997, σελ. 119.
  89. Cavallo 1997, σελίδες 119–120.
  90. 90,0 90,1 Cavallo 1997, σελ. 120.
  91. 91,0 91,1 Cavallo 1997, σελ. 121.
  92. Cavallo 1997, σελ. 124.
  93. Cavallo 1997, σελ. 125.
  94. 94,0 94,1 Cavallo 1997, σελ. 127.
  95. 95,0 95,1 95,2 Cavallo 1997, σελ. 128.
  96. Rautman 2006, σελ. 26.
  97. Grierson 1999, σελ. 8.
  98. 98,0 98,1 Laiou & Morrison 2007, σελ. 139.
  99. 99,0 99,1 Laiou & Morrison 2007, σελ. 140.
  100. 100,0 100,1 Laiou & Morrison 2007, σελ. 141.
  101. 101,0 101,1 101,2 Laiou & Morrison 2007, σελ. 142.
  102. 102,0 102,1 102,2 102,3 102,4 Rautman 2006, σελ. 23.
  103. Rautman 2006, σελ. 24.
  104. «Caesaropapism». Encyclopaedia Britannica. Encyclopaedia Britannica, Inc. 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2016. 
  105. Harper, Douglas (2001–2010). «Pope». Online Etymology Dictionary. Ανακτήθηκε στις 25 Μαΐου 2011. 
  106. Baynes & Moss 1948, «Introduction», σελ. xx; Ostrogorsky 1969, σελ. 27; Kaldellis 2007, σελίδες 2–3; Kazhdan & Constable 1982, σελ. 12.
  107. Hamilton 2003, σελ. 59.
  108. Alexiou 2001, σελ. 22.
  109. Goldhill 2006, σελίδες 272–273.
  110. 110,0 110,1 110,2 110,3 Alexiou 2001, σελ. 23.
  111. 111,0 111,1 111,2 111,3 111,4 111,5 111,6 Alexiou 2001, σελ. 24.
  112. Adrados 2005, σελ. 226.
  113. 113,0 113,1 Mango 2002, σελ. 96.
  114. 114,0 114,1 Mango 2002, σελ. 101.
  115. Mango 2002, σελ. 105.
  116. 116,0 116,1 116,2 116,3 116,4 116,5 116,6 Mango 2002, σελ. 111.
  117. Meyendorff 1982, σελ. 13.
  118. Meyendorff 1982, σελ. 19.
  119. Meyendorff 1982, σελ. 130.
  120. Vryonis 1971.
  121. Merry 2004, σελ. 376; Institute for Neohellenic Research 2005, σελ. 8; Kakavas 2002, σελ. 29.
  122. Kaplanis 2014, σελ. 88, 97
  123. Kaldellis 2007, σελίδες 42–43.

Πρόσθετη βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]