Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μουτάρε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 18°58′22″S 32°40′10″E / 18.97278°S 32.66944°E / -18.97278; 32.66944

Μουτάρε

Σημαία
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Μουτάρε
18°58′22″S 32°40′10″E
ΧώραΖιμπάμπουε
Διοικητική υπαγωγήΜανικαλάνδη
Ίδρυση1897
Υψόμετρο1.120 μέτρα και 1.116 μέτρα
Πληθυσμός224.804 (2022)
Ζώνη ώραςUTC+02:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μουτάρε (Mutare), γνωστή μέχρι το 1982 ως Ουμτάλι (Umtali)[1] είναι η τέταρτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ζιμπάμπουε, με 188.243 κατοίκους (περί τους 260.567 με τα περίχωρα)[2] στην απογραφή του 2012 (προκαταρκτικά στοιχεία).

Αποτελεί την πρωτεύουσα της επαρχίας της Μανικαλάνδης.

Παρά το γεγονός ότι η πόλη ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, η ευρύτερη περιοχή έχει μακρά ιστορία ως σταθμός στο δρόμο των εμπορικών καραβανιών προς τον Ινδικό Ωκεανό από πόλεις του εσωτερικού, όπως η Μεγάλη Ζιμπάμπουε. Τα έργα χαρακτικής και αγαλματίδια από στεατίτη λίθο είναι ενδεικτικά αυτής της δραστηριότητας, χρονολογούμενα από την ύστερη Αφρικανική Εποχή του Σιδήρου (περ. 900 μ.Χ.) και καλύπτοντας τους αιώνες μέχρι και την αποικιακή περίοδο. Κοσμήματα, όπλα, όστρακα και άλλα βρέθηκαν κοντά στην πόλη από τον Βρετανό αρχαιολόγο E.M. Άντριους στις αρχές του 20ού αιώνα (δόθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο[3] το 1905). Τα αγαλματίδια από στεατίτη, που είναι ανθρωπομορφικά και ζωομορφικά, ίσως να αποτελούσαν μέρος ενός τάματος ή αφιερώματος, καθώς ανακαλύφθηκαν κοντά σε κάτι που έμοιαζε με βωμό.

Η νεότερη Μουτάρε ιδρύθηκε το 1897 ως συνοριακό φρούριο, μόλις 8 χιλιόμετρα περίπου από τα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, ενώ απέχει μόνο 290 χιλιόμετρα σιδηροδρομικώς από το λιμάνι Μπέιρα της Μοζαμβίκης, κάτι που έδωσε στη Μουτάρε τον τίτλο της «Πύλης της χώρας προς τη Θάλασσα». Αντιστρόφως, αποκαλείται κάποτε και «Πύλη προς τα Ανατολικά Υψίπεδα». Επίσης, πολλοί ντόπιοι την αποκαλούν «Κουμακομόγιο», δηλαδή «τόπος των πολλών βουνών». Υπάρχει μεθοριακός σιδηροδρομικός σταθμός στην πόλη, στη γραμμή Χαράρε-Μπέιρα, με σιδηροδρομικό συνεργείο-μηχανουργείο.

Η περιοχή ήταν το κράαλ του φυλάρχου Μουτάσα. Το 1890 δόθηκαν παραχωρητικά δικαιώματα στον Α.Ρ. Κοχούν και το Φρούριο Ουμτάλι (αργότερα γνωστό ως Μουτάρε) ανεγέρθηκε ανάμεσα στους ποταμούς Τσάμπε και Μουτάρε. Η λέξη μουτάρε προέρχεται από τη λέξη utare, που σημαίνει σίδηρος ή πιθανώς χρυσός. Το όνομα δόθηκε αρχικώς στον ποταμό, πιθανώς εξαιτίας της ανακαλύψεως χρυσού στην κοιλάδα του στην Πενχαλόνγκα.

Το 1891 η θέση του οικισμού άλλαξε, σε εκείνη που είναι σήμερα γνωστή ως «Παλαιά Μουτάρε», περίπου 14 χιλιόμετρα βορείως του σημερινού κέντρου της πόλεως. Το 1896 η κατασκευή του σιδηροδρόμου Μπέιρα-Μπουλαουάγιο οδήγησε στη μετακίνηση της πόλεως για δεύτερη φορά, ώστε να βρίσκεται πιο κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή. Δόθηκε μάλιστα αποζημίωση από τη Βρετανική Εταιρεία Νότιας Αφρικής στους κατοίκους για τα έξοδα μετακίνησης. Ο οικισμός ανακηρύχθηκε δήμος στις 11 Ιουνίου 1914 και το 1971 του δόθηκε το επίσημο status της πόλεως. Το όνομα αλλάχθηκε επισήμως από Ουμτάλι σε Μουτάρε το 1982.

Ο λευκός πληθυσμός του Μουτάρε μειώθηκε[4] από 9.950 το 1969 σε 8.600 τον Ιούνιο του 1978.

Η πόλη είχε τραμ από τον Ιανουάριο του 1897 έως τον Μάιο του 1921, που συνέδεε τον σιδηροδρομικό σταθμό με τη Λέσχη του Ουμτάλι στο κέντρο, διατρέχοντας την κεντρική νησίδα της Κύριας Οδού, όπου υπάρχει σήμερα δενδροστοιχία φοινίκων.[5]

Κλίμα και γεωγραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τη θέση της στην τροπική ζώνη, η πόλη έχει υγρό υποτροπικό κλίμα. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 19 °C, εκπληκτικά χαμηλή για το υψόμετρό της, 360 μέτρα μικρότερο από το υψόμετρο της Χαράρε. Αυτό οφείλεται στην προφυλαγμένη τοποθεσία της απέναντι στην οροσειρά Σέσιλ Κοπ, που δημιουργεί δροσερές αύρες από χαμηλότερα μέρη στα ανατολικά και νότια. Ο ψυχρότερος μήνας είναι ο Ιούλιος (ελάχιστη θερμοκρασία 6 °C και μέγιστη 20 °C), ενώ ο θερμότερος μήνας είναι ο Οκτώβριος (ελάχιστη 16 °C και μέγιστη 32 °C). Η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι 818 mm. Βρέχει κυρίως από τον Δεκέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο, αν και βαριές μπόρες σημειώνονται πότε-πότε και σε άλλους μήνες. Ο πιο βροχερός μήνας στις καταγραφές υπήρξε ο Ιανουάριος του 1926, με 580 mm βροχής, ενώ τον Ιανουάριο του 1991 σημειώθηκαν μόλις 24 mm.

Η Μουτάρε είναι κτισμένη σε υψόμετρο 1.120 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και βρίσκεται στα βόρεια των βουνών Μπβούμπα και στα νότια της κοιλάδας Ιμπέζα. Απέχει από τη θάλασσα (Ινδικός Ωκεανός) σε ευθεία γραμμή 245 χιλιόμετρα. Η «Διάβαση των Χριστουγέννων» είναι ορεινή διάβαση που οδηγεί στην πόλη από τα δυτικά και πήρε το όνομά της από κάποιους πρωτοπόρους αποικιστές που κατασκήνωσαν από κάτω την ημέρα των Χριστουγέννων του 1890.

Η Μουτάρε εξυπηρετείται από καθημερινά δρομολόγια επιβατηγών και φορτηγών αμαξοστοιχιών προς και από τις πόλεις Νυαζούρα, Ρουσάπε και Χαράρε. Υπάρχουν επίσης δύο μικρά αεροδρόμια, το μικρότερο στο Επαρχιακό Νοσοκομείο της Μουτάρε και το άλλο στη Σακούμπβα, κοντά στην Παιδαγωγική Σχολή της Μουτάρε. Υπάρχει και ένα τρίτο αεροδρόμιο-διάδρομος για να μεταφέρει διαμάντια προς επεξεργασία στη Χαράρε.

Η Μουτάρε όπως φαίνεται από τη Διάβαση των Χριστουγέννων.
Ρωμαιοκαθολικός ναός στη Μουτάρε

Η Μουτάρε, όπως οι περισσότερες πόλεις της Ζιμπάμπουε, ταξινομεί τα οικιστικά προάστια σύμφωνα με την πυκνότητα πληθυσμού. Τα πλέον αναβαθμισμένα (μικρής πυκνότητας), όπως το Μουράμπι, το Χίλσαϊντ, το Φαίρμπριτζ Παρκ (από το όνομα του ιδρυτή της αποικιακής πόλεως στη σημερινή τοποθεσία), το Μόρνινγκσαϊντ και το Τάιγκερς Κλουφ, βρίσκονται στο βόρειο άκρο της πόλεως, κατά μήκος των πρόποδων των βουνών.

Λίγο μεγαλύτερη πυκνότητα έχουν τα προάστια Πάλμερστον, Ντάρλινγκτον, Γκρήνσαϊντ και Μπόρντερβεϊλ (Bordervale), στα ανατολικά του κέντρου, προς τα σύνορα με τη Μοζαμβίκη.

Στα δυτικά βρίσκονται τα μεσαίας πυκνότητας προάστια Γιέοβιλ, Γουέστλη και Φλόριντα, καθώς και το μεγάλης πυκνότητας Τσικάνγκα, που οικοδομήθηκε σε τρεις φάσεις από τη δεκαετία του 1980 και μετά.

Δυτικότερα και του Τσικάνγκα απλώνονται το Γκαρικάι-Χλαλάνι Κούλε και το Χόμπχάουζ. Νοτίως της σιδηροδρομικής γραμμής βρίσκεται η μεγάλης πυκνότητας περιοχή Σακούμπβα, όπου κατοικεί σχεδόν ο μισός πληθυσμός της Μουτάρε, αν και έχει έκταση μόλις 10 τετραγωνικά χιλιόμετρα περίπου. Η Σακούμπβα θεωρείται η φτωχότερη περιοχή της πόλεως, η οικονομία της οποίας επικεντρώνεται σε ένα μεγάλο υπαίθριο παζάρι με τη «Musika weHuku» (αγορά πουλερικών).

Μερικά χιλιόμετρα πιο νότια, κρυμμένο από την υπόλοιπη πόλη από μία λοφοσειρά, είναι το πυκνοκατοικημένο προάστιο Ντανγκαμβούρα. Επίσης στα νότια βρίσκονται οι αραιότερα κατοικημένες εκτάσεις του Γουίρμουθ και της Φερν Βάλεϋ, όπου υπάρχει και κηπουρική. Στη δεύτερη βρίσκεται και το νέο πολιτειακό πανεπιστήμιο, το Κολέγιο Εφαρμοσμένων Επιστημών της Μανικαλάνδης.

Οι κυριότερες βιομηχανικές περιοχές της πόλεως απλώνονται νοτίως της σιδηροδρομικής γραμμής και δυτικά της Σακούμπβα, αν και υπάρχουν ελαφρές βιομηχανίες λίγο ανατολικά-νοτιοανατολικά του κέντρου της πόλεως, στη Γκρηνμάρκετ και τις γύρω περιοχές.

Το 1965 η Μουτάρε είχε πληθυσμό 46.000 κατοίκους. Από αυτούς 36.100 ήταν μαύροι, 560 Ασιάτες, 340 μιγάδες και 9.100 λευκοί.[6]

Η φυλή που κατοικεί κυρίως την πόλη είναι οι Σόνα, οι περισσότεροι από τους οποίους (οι λεγόμενοι «Σαμανγίκα») ομιλούν τη διάλεκτο Μανγίκα. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της απογραφής του 2012, η πόλη έχει αστικό και αγροτικό πληθυσμό 260.567, σημειώνοντας μεγάλη αύξηση από τους 69.621 κατοίκους του 1982 και τους 131.367 του 1992.[7]

Πολιτισμός και αξιοθέατα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μουτάρε διαθέτει το Μουσείο της Μουτάρε, ένα από τα τέσσερα Εθνικά Μουσεία της Ζιμπάμπουε (από το 1959). Επίσης, το Μουσείο «Utopia House» και παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης της Ζιμπάμπουε. Πολύ κοντά στην πόλη βρίσκεται ο Λόφος Murahwa, γνωστός για τις βραχογραφίες του και τον οικισμό της Εποχής του Σιδήρου, το Cross Kopje με μνημείο στους κατοίκους της Ζιμπάμπουε, αλλά και της Μοζαμβίκης, που σκοτώθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και καταφύγια άγριας ζωής στο Σέσιλ Κοπ και στο Τάιγκερς Κλουφ.

Οι κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες στη πόλη και τη γύρω περιοχή είναι η καλλιέργεια κίτρου, η εξόρυξη μεταλλευμάτων (πρβλ. παραπάνω την προέλευση του ονόματος της πόλεως) και η εκμετάλλευση των δασών. Δύο από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής τροφίμων στη χώρα, η Cairns Foods και η Tanganda Tea, λειτουργούν στη Μουτάρε.

Η εξόρυξη περιλαμβάνει χρυσωρυχεία (Redwing Mine, Penhalonga και μερικά μικρότερα), αδαμαντωρυχεία στο Μαράνγκε και λατομεία γύρω από την πόλη. Υπάρχουν επίσης εταιρείες δασικών προϊόντων.

Αξιοσημείωτοι κάτοικοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αδελφοποιημένες πόλεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μουτάρε είναι αδελφοποιημένη με τις εξής δύο πόλεις:


  1. «Names (Alteration) Act Chapter 10:14» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Δεκεμβρίου 2013. 
  2. Census Preliminary 2012 (PDF). Zimbabwe National Statistics Agency. 
  3. «Collection». The British Museum (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2023. 
  4. Thatcher, Gary (1980-01-15). «Rhodesia city skeptical as border opens». The Christian Science Monitor. https://www.csmonitor.com/1980/0115/011546.html. Ανακτήθηκε στις 2017-12-03. 
  5. «Archived copy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2016. 
  6. Official South African Municipal Yearbook (στα Αγγλικά). S.A. Association of Municipal Employees. 1966. σελ. 301. 
  7. Zimbabwe (Population data).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]