λοίμωξη

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 21:03, 26 Αυγούστου 2023 από τον Svlioras (συζήτηση | συνεισφορές) ({{-el-}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοίμωξη οι λοιμώξεις
      γενική της λοίμωξης* των λοιμώξεων
    αιτιατική τη λοίμωξη τις λοιμώξεις
     κλητική λοίμωξη λοιμώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λοιμώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λοίμωξη < καθαρεύουσα λοίμωξις < ελληνιστική κοινή λοιμώσσω / λοιμώττω + -σις < αρχαία ελληνική λοιμός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈli.mo.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λοί‐μω‐ξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λοίμωξη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]