over

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

over (en) (χωρίς παραθετικά)

  • περνάω, κάτι που έχει τελειώσει
    ⮡  Time is over.
    Πέρασε η ώρα.
    ⮡  The worst is over.
    Το χειρότερο πέρασε.
    ⮡  The summer is over.
    Το καλοκαίρι τελείωσε.

Επίρρημα

over (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ενδελεχώς, τελείως
  2. υπερβολικά
  3. ανάποδα, τοποθετώ ανάποδα
  4. μεταφέρω σε άλλον
  5. παραπάνω, πέρα από κάποιο όριο
    ⮡  It is 10 meters and perhaps a bit over.
    Είναι 10 μέτρα κι ίσως λιγάκι παραπάνω.
     συνώνυμα: more
  6. βγαίνει, τελειωμένος
    ⮡  The month is nearly over.
    Κοντεύει να βγει ο μήνας.
    ⮡  before the year is over - πριν βγει ο χρόνος
     συνώνυμα: out

Επιφώνημα

over (en)

  • τέλος! (τελευταία λέξη σε μηνύματα)

Πρόθεση

over (en)

  1. πάνω σε, ακουμπάει στην επιφάνεια κάποιου ή κάτι και την καλύπτει μερικώς ή πλήρως
    ⮡  He spread a handkerchief over his face.
    Άπλωσε ένα μαντήλι πάνω στο πρόσωπό του.
     συνώνυμα:  on και upon
  2. πάνω από, από πάνω, σε θέση υψηλότερη από αλλά δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι
    ⮡  over the clouds - πάνω από τα σύννεφα
    ⮡  over the knee - πάνω από το γόνατο
    ⮡  It flew over our heads/over our city.
    Πέταξε πάνω από τα κεφάλια μας/πάνω από την πόλη μας.
    ⮡  His office is located one floor over mine.
    Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
     συνώνυμα: above
  3. πέρα από, από τη μια πλευρά του κάτι στην άλλη
    ⮡  I cross over the bridge.
    Περνώ πέρα από τη γέφυρα.
     συνώνυμα: across
  4. πάνω από, περνάω πάνω από κάτι και βρίσκομαι από την άλλη πλευρά
    ⮡  He jumped over the hedge.
    Πήδηξε πάνω από το φράχτη.
  5. πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρόνο, ποσό, κόστος κτλ.
    ⮡  way over average - πολύ πάνω από το μέσο όρο
    ⮡  The thermometer will rise five degrees over zero.
    Tο θερμόμετρο θα ανεβεί πέντε βαθμούς πάνω από το μηδέν.
    ⮡  It weighs over ten tons.
    Ζυγίζει πάνω από/παραπάνω από δέκα τόννους.
     συνώνυμα: above
  6. πάνω σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει έλεγχο ή εξουσία
    ⮡  He has no control over his passions.
    Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στα πάθη του.
    ⮡  She reigned over a vast empire.
    Βασίλεψε πάνω σε μια απέραντη αυτοκρατορία.
  7. κατά τη διάρκεια κάτι
    ⮡  He stops by frequently to see us and to chat over (=while drinking) a glass of ouzo.
    Περνάει συχνά να μας δει και να τα πούμε πίνοντας κάνα ουζάκι.
  8. σχετικά με, περί, που σχετίζεται με κάτι
    ⮡  We talked over the decision and…
    Μιλήσαμε σχετικά με την απόφαση και…
     συνώνυμα: about
  9. πάνω από, παραπάνω από, μεταφορικά πιο ψηλά σε σπουδαιότερη θέση
    ⮡  He doesn’t put anyone over his family.
    Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του.
    ⮡  We love freedom over life.
    Αγαπάμε την ελευθερία πάνω από/παραπάνω από τη ζωή.
     συνώνυμα: above
  10. από, αντί για, δηλώνει προτίμηση
    ⮡  I prefer coffee over tea.
    Προτιμώ τον καφέ από το τσάι.
    ⮡  They chose Physics over History.
    Διάλεξαν τη Φυσική αντί για την Ιστορία.
     συνώνυμα: to, → και δείτε την πρόθεση instead of
  11. (μαθηματικά) διά (για τη διαίρεση)
    ⮡  eight over four equals two - οκτώ διά τέσσερα ίσον δύο
     συνώνυμα: divide

Σύνθετα

Δείτε επίσης

Πηγές



Προφορά

 

Επίρρημα

over (nl)