over

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

over (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πέρα, που βρίσκεται ή κινείται απέναντι από ένα δρόμο, μια ανοιχτή έκταση κτλ.
    ⮡  It’s snowing over in the mountains.
    Χιονίζει πέρα στα βουνά.
    ⮡  He went over to the station by car.
    Πήγε στο σταθμό με το αυτοκίνητο.
    ⮡  She is my friend who is over from Greece.
    Είναι η φίλη μου που έρχεται από την Ελλάδα.
    ⮡  They are going over to Rome for the weekend.
    Θα πάνε στη Ρώμη για το Σαββατοκύριακο.
  2. προς τα κάτω και μακριά από τη σωστή θέση όρθια
    ⮡  He fell over and broke his leg.
    Έπεσε κι έσπασε το πόδι του.
    ⮡  Many trees were blown over in the storm.
    Έπεσαν πολλά δέντρα με τη θύελλα.
     συνώνυμα: down
  3. παραπάνω, πέρα από κάποιο όριο
    ⮡  It is 10 meters and perhaps a bit over.
    Είναι 10 μέτρα κι ίσως λιγάκι παραπάνω.
    ⮡  Go a little further over.
    Πήγαινε λίγο πιο πέρα.
    ⮡  A little further over you will find a pastry shop.
    Λίγο πιο πέρα θα βρεις ένα ζαχαροπλαστείο.
     συνώνυμα: more
  4. βγαίνει, περνάει, κάτι που έχει τελειώσει
    ⮡  The month is nearly over.
    Κοντεύει να βγει ο μήνας.
    ⮡  before the year is over - πριν βγει ο χρόνος
    ⮡  Time is over.
    Πέρασε η ώρα.
    ⮡  The worst is over.
    Το χειρότερο πέρασε.
    ⮡  The summer is over.
    Το καλοκαίρι τελείωσε.
     συνώνυμα:  out και up
  5. πέρα, χρησιμοποιείται για να μιλήσει για κάποιον ή κάτι που αλλάζει θέση
    ⮡  Come over here! Get out from over there!
    Έλα εδώ πέρα! Φύγε από κει πέρα!
  6. ενδελεχώς, τελείως
  7. υπερβολικά
  8. ανάποδα, τοποθετώ ανάποδα
  9. μεταφέρω σε άλλον

Επιφώνημα

over (en)

  • τέλος! (τελευταία λέξη σε μηνύματα)

Πρόθεση

over (en)

  1. πάνω σε, ακουμπάει στην επιφάνεια κάποιου ή κάτι και την καλύπτει μερικώς ή πλήρως
    ⮡  He spread a handkerchief over his face.
    Άπλωσε ένα μαντήλι πάνω στο πρόσωπό του.
    ⮡  He spread a tablecloth over the table.
    Άπλωσε ένα τραπεζομάντιλο στο τραπέζι.
     συνώνυμα:  on και upon
  2. πάνω από, σε θέση υψηλότερη από αλλά δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι
    ⮡  over the clouds - πάνω από τα σύννεφα
    ⮡  over the knee - πάνω από το γόνατο
    ⮡  It flew over our heads/over our city.
    Πέταξε πάνω από τα κεφάλια μας/πάνω από την πόλη μας.
    ⮡  His office is located one floor over mine.
    Το γραφείο του βρίσκεται ένα όροφο από πάνω από το δικό μου.
     συνώνυμα: above
  3. πάνω από, πέρα από, από τη μια πλευρά του κάτι στην άλλη
    ⮡  He jumped over the brook/the fence.
    Πήδησε πάνω από το ρυάκι/το φράχτη.
    ⮡  We heard voice from over the wall of the garden (coming from the other side of the wall).
    Ακούσαμε φωνές πάνω από τον τοίχο του κήπου (να έρχονται από την άλλη πλευρά του τοίχου).
    ⮡  I cross over the bridge.
    Περνώ πέρα από τη γέφυρα.
     συνώνυμα: across
  4. σε, πέφτω από ένα μέρος
    ⮡  She fell over a chair.
    ´Έπεσε/Σκόνταψε σε μια καρέκλα.
  5. απέναντι, στην μακρινή ή την αντίθετη πλευρά από κάτι
    ⮡  Whose house is over the way?
    Τίνος είναι το σπίτι απέναντι στο δρόμο;
  6. (all over) σε όλο το κάτι, μέσα ή σε όλα ή τα περισσότερα μέρη κάτι
    ⮡  They shined their searchlights all over the yard.
    Έριχναν τους προβολείς τους σε όλη την αυλή.
  7. πάνω από, παραπάνω από, περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρόνο, ποσό, κόστος κτλ.
    ⮡  way over average - πολύ πάνω από το μέσο όρο
    ⮡  We spoke for over an hour.
    Μιλήσαμε πάνω από μια ώρα.
    ⮡  She is over fifty.
    Είναι πάνω από (έχει περάσει τα) πενήντα.
    ⮡  We will stay for over a month.
    Θα μείνουμε πάνω από μήνα.
    ⮡  The thermometer will rise five degrees over zero.
    Tο θερμόμετρο θα ανεβεί πέντε βαθμούς πάνω από το μηδέν.
    ⮡  It weighs over ten tons.
    Ζυγίζει πάνω από/παραπάνω από δέκα τόννους.
     συνώνυμα: above
  8. πάνω σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος έχει έλεγχο ή εξουσία
    ⮡  He has no control over his passions.
    Δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στα πάθη του.
    ⮡  She reigned over a vast empire.
    Βασίλεψε πάνω σε μια απέραντη αυτοκρατορία.
  9. κατά τη διάρκεια κάτι
    ⮡  Can you stay over Sunday (i.e., until Monday)?
    Μπορείς να μείνεις την Κυριακή (δηλ. ως τη Δεύτερα);
    ⮡  He stops by frequently to see us and to chat over (=while drinking) a glass of ouzo.
    Περνάει συχνά να μας δει και να τα πούμε πίνοντας κάνα ουζάκι.
  10. σχετικά με, περί, που σχετίζεται με κάτι
    ⮡  We talked over the decision and…
    Μιλήσαμε σχετικά με την απόφαση και…
     συνώνυμα: about
  11. πάνω από, παραπάνω από, μεταφορικά πιο ψηλά σε σπουδαιότερη θέση
    ⮡  He doesn’t put anyone over his family.
    Δε βάζει κανέναν πάνω από την οικογένειά του.
    ⮡  We love freedom over life.
    Αγαπάμε την ελευθερία πάνω από/παραπάνω από τη ζωή.
     συνώνυμα: above
  12. από, αντί για, δηλώνει προτίμηση
    ⮡  I prefer coffee over tea.
    Προτιμώ τον καφέ από το τσάι.
    ⮡  They chose Physics over History.
    Διάλεξαν τη Φυσική αντί για την Ιστορία.
     συνώνυμα: to, → και δείτε την πρόθεση instead of
  13. (μαθηματικά) διά (για τη διαίρεση)
    ⮡  eight over four equals two - οκτώ διά τέσσερα ίσον δύο
     συνώνυμα: divide

Σύνθετα

Εκφράσεις

Δείτε επίσης

Πηγές



Προφορά

 

Επίρρημα

over (nl)