'm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
'm: συναίρεση του am

'm (en) (εγκλιτικό)

  • είμαι ή οπουδήποτε η αντωνυμία I + το ρήμα am τοποθετούνται μαζί για να φτιάξουν τον χρόνο του present continuous ή τους χρόνους που ανήκουν στο future tense
    ⮡  I'm (am) very happy today.
    Είμαι πολύ χαρούμενος σήμερα.
    ⮡  I'm swimming today.
    Κολυμπάω σήμερα.
    ⮡  I'm leaving tomorrow at three?
    Φεύγω αύριο στις τρεις;
    ⮡  By the time you come, I'm going to have left.
    Μέχρι την ώρα που έρθεις, θα έχω φύγει.

Σύνθετα

[επεξεργασία]