Μάλτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η σημαία της Μάλτας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μάλτα οι Μάλτες
      γενική της Μάλτας
    αιτιατική τη Μάλτα τις Μάλτες
     κλητική Μάλτα Μάλτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Μάλτας στην Ευρώπη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmal.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μάλ‐τα

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Μάλτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Malta < λατινική Melita < αρχαία ελληνική Μελίτη (αντιδάνειο) < μέλι[1]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μάλτα θηλυκό

  1. νησιωτικό κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μεσόγειο με πρωτεύουσα τη Βαλέτα, επίσημη γλώσσα τα Μαλτέζικα και τα αγγλικά και νόμισμα το ευρώ.
  2. (συνεκδοχικά) το μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου του κράτους αυτού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Μάλτα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μάλτα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ή < φοινικική 𐤈𐤄𐤋𐤀𐤌 (mlṭ: καταφύγιο, λιμάνι)