αλεξίπυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλεξίπυρος < αλεξι- + πυρ + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pare-feu)
Επίθετο
[επεξεργασία]αλεξίπυρος
- (λόγιο) που είναι ανθεκτικός στη φωτιά ή μας προστατεύει απ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) αλεξίπυρο