αναλαμβάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναλαμβάνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αναλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναλαμβάνω < ἀνα- + λαμβάνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.na.laɱˈva.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐λαμ‐βά‐νω

αναλαμβάνω, στ.μέλλ.: θα αναλάβω, αόρ.: ανέλαβα, παθ.φωνή: αναλαμβάνομαι, π.αόρ.: αναλήφθηκα/ανελήφθη3o, μτχ.π.π.: ανειλημμένος

  1. παίρνω κάτι (ένα φορτίο, μια εργασία, μια υποχρέωση) πάνω μου, επωμίζομαι μια ευθύνη
  2. αρχίζω δουλειά σε μια ορισμένη ημερομηνία, πιάνω δουλειά (και παίρνω και τις ανάλογες ευθύνες από τη συγκεκριμένη ημερομηνία και μετά)
    ⮡  Αναλαμβάνω από 16 Ιουνίου, μέχρι τότε παραμένει προϊστάμενος ο Παπαδάκης
  3. παίρνω επάνω μου την ευθύνη για άνθρωπο ως κηδεμόνας, τον παίρνω υπό την προστασία μου με τις ανάλογες ευθύνες
    ⮡  Εμεινε ορφανός στα 12, αλλά τον ανέλαβε ο θείος του, που τον φρόντισε καλύτερα κι από παιδί του
  4. τακτοποιώ ένα ενοχλητικό πρόβλημα
    ⮡  Είχα σκάσει με το σπίτι στο χωριό που ερειπώνεται, αλλά ευτυχώς το ανέλαβε ο αδελφός μου
  5. τακτοποιώ έναν ενοχλητικό άνθρωπο
    ⮡  Μην ασχολείσαι άλλο με δαύτον. Τον αναλαμβάνω εγώ
  6. (στρατιωτικό) παίρνω τον οπλισμό μου και ετοιμάζομαι για επιθεώρηση, άσκηση, πορεία κλπ
  7. κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού από τράπεζα
  8. ξαναπαίρνω τις δυνάμεις μου, αναρρώνω από ασθένεια
    ⮡  Δόξα τω Θεώ, άρχισε να αναλαμβάνει σιγά-σιγά. Αύριο θα τον σηκώσουμε να βγει έστω και λίγο στο μπαλκόνι
    ⮡  Είπαν ότι ανέλαβε η αγορά, αλλά μάλλον δεν εννοούσαν την ελληνική

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ανά και λαμβάνω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]