ανδρόπαυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανδρόπαυση | οι | ανδροπαύσεις |
γενική | της | ανδρόπαυσης* | των | ανδροπαύσεων |
αιτιατική | την | ανδρόπαυση | τις | ανδροπαύσεις |
κλητική | ανδρόπαυση | ανδροπαύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανδροπαύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανδρόπαυση < αρχαία ελληνική ἀνήρ + παύω, (αναλογικά κατά το εμμηνόπαυση)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανδρόπαυση θηλυκό
- (ιατρική): η ανδρική προοδευτική ελάττωση γενετικής δραστηριότητας εξαιτίας της ελάττωσης έκκρισης ανδρογόνων
- (κατ΄ επέκταση) εξασθένηση της ικανότητας του άνδρα να παράγει απογόνους, που παρατηρείται κυρίως στους μεσήλικες ή στους γηραιότερους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανδρόπαυση
|