ανταποδίδω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανταποδίδω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνταποδίδωμι με μεταπλασμό κατά το σχήμα δίδωμι < δίδω. Συγχρονικά αναλύεται σε αντ- + αποδίδω < απο- + δίδω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.da.poˈði.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐πο‐δί‐δω
Ρήμα
[επεξεργασία]ανταποδίδω, αόρ.: ανταπέδιδα, παθ.φωνή: ανταποδίδομαι, π.αόρ.: ανταποδόθηκα
- κάνω το ίδιο ή κάτι ανάλογο προς κάτι που μου έκανε κάποιος άλλος
- ※ Δε δεχόταν να έρθει για τσάι επειδή του ήταν αδύνατο να ανταποδώσει την πρόσκληση. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανανταπόδοτος
- ανταπόδοση
- ανταποδοτικός
- → και δείτε τις λέξεις αντί, αποδίδω και δίνω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα απο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)