αργά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

αργά < μεσαιωνική ελληνική ἀργά < ἀργός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αργά

Περπατάει αργά, σα χελώνα!

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αργά

  1. σε προχωρημένη ώρα
     αντώνυμα: νωρίς
    Χαμήλωσε τον ήχο, είναι αργά!
  2. μετά από την κανονική ή αναμενόμενη ώρα, με μεγάλη καθυστέρηση, καθυστερημένα
     συνώνυμα: παράκαιρα, καθυστερημένα
     αντώνυμα: έγκαιρα (εγκαίρως), νωρίς, πρόωρα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • αργά και πού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αργά