αρνάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρνάδα | οι | αρνάδες |
γενική | της | αρνάδας | των | αρνάδων |
αιτιατική | την | αρνάδα | τις | αρνάδες |
κλητική | αρνάδα | αρνάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρνάδα < αρνί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρνάδα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρνάδα
|