ασελγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασελγώ < ελληνιστική κοινή ἀσελγέω < αρχαία ελληνική ἀσελγής
Ρήμα
[επεξεργασία]ασελγώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ασελγώ | ασελγούσα | θα ασελγώ | να ασελγώ | ασελγώντας | |
β' ενικ. | ασελγείς | ασελγούσες | θα ασελγείς | να ασελγείς | (ασέλγει) | |
γ' ενικ. | ασελγεί | ασελγούσε | θα ασελγεί | να ασελγεί | ||
α' πληθ. | ασελγούμε | ασελγούσαμε | θα ασελγούμε | να ασελγούμε | ||
β' πληθ. | ασελγείτε | ασελγούσατε | θα ασελγείτε | να ασελγείτε | ασελγείτε | |
γ' πληθ. | ασελγούν(ε) | ασελγούσαν(ε) | θα ασελγούν(ε) | να ασελγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ασέλγησα | θα ασελγήσω | να ασελγήσω | ασελγήσει | ||
β' ενικ. | ασέλγησες | θα ασελγήσεις | να ασελγήσεις | ασέλγησε | ||
γ' ενικ. | ασέλγησε | θα ασελγήσει | να ασελγήσει | |||
α' πληθ. | ασελγήσαμε | θα ασελγήσουμε | να ασελγήσουμε | |||
β' πληθ. | ασελγήσατε | θα ασελγήσετε | να ασελγήσετε | ασελγήστε | ||
γ' πληθ. | ασέλγησαν ασελγήσαν(ε) |
θα ασελγήσουν(ε) | να ασελγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ασελγήσει | είχα ασελγήσει | θα έχω ασελγήσει | να έχω ασελγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ασελγήσει | είχες ασελγήσει | θα έχεις ασελγήσει | να έχεις ασελγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ασελγήσει | είχε ασελγήσει | θα έχει ασελγήσει | να έχει ασελγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ασελγήσει | είχαμε ασελγήσει | θα έχουμε ασελγήσει | να έχουμε ασελγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ασελγήσει | είχατε ασελγήσει | θα έχετε ασελγήσει | να έχετε ασελγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ασελγήσει | είχαν ασελγήσει | θα έχουν ασελγήσει | να έχουν ασελγήσει |
|