αφότου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφότου < αρχαία ελληνική ἀφ' ὅτου

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

αφότου

  1. (χρονικός) από τότε που
    πολλά άλλαξαν αφότου έφυγες ...

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]