βέργα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βέργα | οι | βέργες |
γενική | της | βέργας | των | βεργών |
αιτιατική | τη | βέργα | τις | βέργες |
κλητική | βέργα | βέργες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βέργα < μεσαιωνική ελληνική βέργα < λατινική virga
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βέργα θηλυκό
- κομμένο λεπτό κλαδί χωρίς φύλλα
- πάρε μια βέργα λυγαριά μια ρίζα δεντρολίβανο ("Σε πότισα ροδόσταμο", τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη σε στίχους Ν. Γκάτσου)
- σχετικά μακρύ και μικρής διατομής κομμάτι ξύλου, μετάλλου ή άλλου υλικού