βλάβη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλάβη | οι | βλάβες |
γενική | της | βλάβης | των | βλαβών |
αιτιατική | τη | βλάβη | τις | βλάβες |
κλητική | βλάβη | βλάβες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλάβη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βλάβη. → και δείτε τη λέξη βλάπτω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvla.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλά‐βη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλάβη θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα βλαβ-
Θέμα βλάπτ-, βλαφ- → δείτε τη λέξη βλάπτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλάβη
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βλᾰβᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | βλάβη | αἱ | βλάβαι | |
γενική | τῆς | βλάβης | τῶν | βλαβῶν | |
δοτική | τῇ | βλάβῃ | ταῖς | βλάβαις | |
αιτιατική | τὴν | βλάβην | τὰς | βλάβᾱς | |
κλητική ὦ! | βλάβη | βλάβαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βλάβᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βλάβαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]βλάβη < θέμα *βλαβ- με αφομοίωση από ουσιαστικό *βλαψ-' (θέμα βλαπ-) που συνδέεται με το βλάπτω[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλάβη [ ᾰ ] θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]βλαβ- (για θέματα βλαπ-, βλαφ- → δείτε τη λέξη βλάπτω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- βλάβη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλάβη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)