βουρλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουρλίζω < μεσαιωνική ελληνική βουρλίζω (τρέμω σαν βούρλο)
Ρήμα
[επεξεργασία]βουρλίζω
- τρελαίνω κάποιον, τον κάνω έξαλλο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βουρλίζω | βούρλιζα | θα βουρλίζω | να βουρλίζω | βουρλίζοντας | |
β' ενικ. | βουρλίζεις | βούρλιζες | θα βουρλίζεις | να βουρλίζεις | βούρλιζε | |
γ' ενικ. | βουρλίζει | βούρλιζε | θα βουρλίζει | να βουρλίζει | ||
α' πληθ. | βουρλίζουμε | βουρλίζαμε | θα βουρλίζουμε | να βουρλίζουμε | ||
β' πληθ. | βουρλίζετε | βουρλίζατε | θα βουρλίζετε | να βουρλίζετε | βουρλίζετε | |
γ' πληθ. | βουρλίζουν(ε) | βούρλιζαν βουρλίζαν(ε) |
θα βουρλίζουν(ε) | να βουρλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βούρλισα | θα βουρλίσω | να βουρλίσω | βουρλίσει | ||
β' ενικ. | βούρλισες | θα βουρλίσεις | να βουρλίσεις | βούρλισε | ||
γ' ενικ. | βούρλισε | θα βουρλίσει | να βουρλίσει | |||
α' πληθ. | βουρλίσαμε | θα βουρλίσουμε | να βουρλίσουμε | |||
β' πληθ. | βουρλίσατε | θα βουρλίσετε | να βουρλίσετε | βουρλίστε | ||
γ' πληθ. | βούρλισαν βουρλίσαν(ε) |
θα βουρλίσουν(ε) | να βουρλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βουρλίσει | είχα βουρλίσει | θα έχω βουρλίσει | να έχω βουρλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βουρλίσει | είχες βουρλίσει | θα έχεις βουρλίσει | να έχεις βουρλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βουρλίσει | είχε βουρλίσει | θα έχει βουρλίσει | να έχει βουρλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βουρλίσει | είχαμε βουρλίσει | θα έχουμε βουρλίσει | να έχουμε βουρλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βουρλίσει | είχατε βουρλίσει | θα έχετε βουρλίσει | να έχετε βουρλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βουρλίσει | είχαν βουρλίσει | θα έχουν βουρλίσει | να έχουν βουρλίσει |
|