διακρίνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯aˈkɾi.no.me/ & /ðʝaˈkɾi.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κρί‐νο‐μαι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διακρίνομαι, π.αόρ.: διακρίθηκα, μτχ.π.π.: διακεκριμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος διακρίνω → δείτε και την κλίση 
    1. παθητικές σημασίες του διακρίνω
    2. ξεχωρίζω για την προσφορά μου σε κάποιον επαγγελματικό ή επιστημονικό κλπ τομέα και αποσπώ διακρίσεις γι' αυτήν
      ⮡  ο συμπολίτης μας κ. Χ διακρίθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διακρίνομαι