εκκίνηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκκίνηση | οι | εκκινήσεις |
γενική | της | εκκίνησης* | των | εκκινήσεων |
αιτιατική | την | εκκίνηση | τις | εκκινήσεις |
κλητική | εκκίνηση | εκκινήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκινήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκκίνηση < ελληνιστική κοινή ἐκκίνησις < ἐκ + κίνησις ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεκίνημα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκκίνηση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκκινώ
- η έναρξη κίνησης
- η αναχώρηση
- το ξεκίνημα
- το σημείο από το οποίο ξεκινούν ταυτόχρονα οι αθλητές αγώνα δρόμου
- (πληροφορική) η διαδικασία της έναρξης της λειτουργίας του ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή παρόμοιας ηλεκτρονικής συσκευής) με τη φόρτωση του λειτουργικού συστήματος
- υπώνυμα: ψυχρή εκκίνηση, επανεκκίνηση, θερμή εκκίνηση
- booting, φωτογραφίες στα Wikimedia Commons
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]πληροφορική:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκκίνηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νέα ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)