εμφανίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμφανίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος εμφανίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εμφανίζομαι
- (παθ.) παρουσιάζομαι, γίνομαι ορατός ενώ πριν δεν ήμουν
- ... και τότε εμφανίζομαι ξαφνικά μπροστά τους