ζωή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ζωή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωή οι ζωές
      γενική της ζωής των ζωών
    αιτιατική τη ζωή τις ζωές
     κλητική ζωή ζωές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζωή

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zoˈi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐ή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζωή θηλυκό

  1. η γενική κατάσταση που διαφοροποιεί τα ενόργανα όντα από τα άψυχα αντικείμενα και τους νεκρούς οργανισμούς. Χαρακτηρίζεται από σημαντικές λειτουργίες, όπως η αύξηση, η αναπνοή, η διατροφή, ο μεταβολισμός, η αναπαραγωγή, η προσαρμογή στο περιβάλλον κ.λπ.
    ο Θεός έδωσε ζωή στον άνθρωπο / η ζωή στους άλλους πλανήτες/ η ζωή των φυτών
  2. το χρονικό διάστημα της ζωής ενός οργανισμού και ειδικότερα ενός ανθρώπου (από τη γέννηση ως το θάνατο ή άλλο χρονικό σημείο)
    μέσος όρος ζωής
    ※  Είναι αδύνατο να ζήσης το απόγευμα της ζωής με τα προγράμματα που είναι κατάλληλα για το πρωινό, γιατί αυτό που είχε μεγάλη σημασία τότε, θα έχει πολύ λίγη σημασία τώρα και η αλήθεια του πρωινού θα είναι το ψέμα του απογεύματος.
    Φιλόθεος Φάρος, Ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά, εκδόσεις: Αρμός, Αθήνα 2013, 9η έκδοση. ISBN 978-960-527-761-1.
  3. ο άνθρωπος ως φορέας ζωής
    στον πόλεμο χάθηκαν χιλιάδες ζωές
  4. το σύνολο των εμπειριών και βιωμάτων κάποιου
    μια ζωή γεμάτη πίκρες
  5. ο τρόπος με τον οποίο ζει κανείς
    κάνω άστατη ζωή / φοιτητική ζωή / οικογενειακή ζωή / σκυλίσια ζωή
    περνάω ζωή και κότα / κάνει ζωή χαρισάμενη
  6. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ορισμένο τομέα
    πνευματική ζωή / η πολιτική ζωή του τόπου
  7. (μεταφορικά) ζωντάνια, ενεργητικότητα
    παιδί όλο ζωή
  8. ο χρόνος διάρκειας ή λειτουργίας προϊόντος
    η ζωή μιας μπαταρίας
  9. τα υλικά μέσα που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει
    Kερδίζει τη ζωή του με κόπο και ιδρώτα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ζω

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζωή αἱ ζωαί
      γενική τῆς ζωῆς τῶν ζωῶν
      δοτική τῇ ζω ταῖς ζωαῖς
    αιτιατική τὴν ζωήν τὰς ζωᾱ́ς
     κλητική ! ζωή ζωαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζωᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ζωαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωή < αρχαία ελληνική ζάω/ζῶ ή, κατ' άλλους, το ζάω είναι εφεύρεση των γραμματικών και το πρωταρχικό ρήμα ήταν ζήω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζωή θηλυκό

  1. το ζην, τα μέσα προς το ζην, η περιουσία, το βιος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 96
    ἦ γάρ οἱ ζωή γ᾽ ἦν ἄσπετος. οὔ τινι τόσση ἀνδρῶν ἡρώων, οὔτ᾽ ἠπείροιο μελαίνης οὔτ᾽ αὐτῆς Ἰθάκης. οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἔστ᾽ ἄφενος τοσσοῦτον
    γιατί πραγματικά η περιουσία του ήταν ανείπωτη, τόσο πολλά δεν είχε κανένας άρχοντας στη σκοτεινή ενδοχώρα ή στην ίδια την Ιθάκη, ούτε είκοσι μαζί δεν είχαν τόσο πλούτο
  2. η ζωή ως κατάσταση αντίθετη του θανάτου (μετά τα ομηρικά χρόνια)
  3. τρόπος ζωής
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 112
    ἀλλὰ ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν ἐκείνῃσι, θηρεύοντές τε καὶ ...
    έκαναν την ίδα ζωή (με τις Αμαζόνες), είχαν τον ίδιο τρόπο ζωής, κυνηγώντας και...
    ※  Πλάτων, Τίμαιος 44ξ
    ὁλόκληρος ὑγιής τε παντελῶς, τὴν μεγίστην ἀποφυγὼν νόσον, γίγνεται. καταμελήσας δέ, χωλὴν τοῦ βίου διαπορευθεὶς ζωήν, ἀτελὴς καὶ ἀνόητος εἰς Ἅιδου πάλιν ἔρχεται
    μπορεί να γίνει εντελώς υγιής και να έχει γλιτώσει τη χειρότερη ασθένεια, αλλά αν έχει σταθεί αμελής, αφού περάσει μια ανάπηρη ύπαρξη στη ζωή επιστρέφει και πάλι ατελής και ανόητος στον Άδη

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη ζάω