καμουφλάζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμουφλάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική camouflage[1] < ιταλική camuffare < camoufler < capo (< λατινική caput) + muffare (< φραγκική *gmolfell)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.muˈflaz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μου‐φλάζ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καμουφλάζ ουδέτερο άκλιτο
- η τεχνική της απόκρυψης ενός ανθρώπου ή αντικειμένου· συνίσταται στην κάλυψη του αντικειμένου με κλαδιά, φύλλα ή ύφασμα στα χρώματα του φυσικού περιβάλλοντος, ώστε να είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς από το τοπίο.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμουφλάζ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ καμουφλάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)