κωπηλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωπηλασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωπηλασία[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.pi.laˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐πη‐λα‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωπηλασία θηλυκό
- η ενέργεια του κωπηλατώ
- (αθλητισμός) αγώνας σκαφών που κινούνται με κουπιά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κωπηλασία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κωπηλασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κωπηλασίᾱ | αἱ | κωπηλασίαι |
γενική | τῆς | κωπηλασίᾱς | τῶν | κωπηλασιῶν |
δοτική | τῇ | κωπηλασίᾳ | ταῖς | κωπηλασίαις |
αιτιατική | τὴν | κωπηλασίᾱν | τὰς | κωπηλασίᾱς |
κλητική ὦ! | κωπηλασίᾱ | κωπηλασίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωπηλασίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κωπηλασίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωπηλασία ήδη τον 4ο αιώνα πκε στον Αριστοτέλη < κωπηλάτης + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωπηλασία, -ας θηλυκό
- κωπηλασία
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 2.9, p. 77 @scaife.perseus
- Δηλοῖ δ’ ἐπὶ τῆς εἰρεσίας τῶν τριήρων· ἤδη γὰρ ἀναφερόντων πάλιν τὰς κώπας ὁ πρῶτος ἀφικνεῖται ψόφος τῆς κωπηλασίας.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 2.9, p. 77 @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κωπηλασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)