λεπτόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεπτόνιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική lepton < αρχαία ελληνικήλεπτός + (ηλεκτρ)όν-ιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεπτόνιο ουδέτερο
- ελαφρύ στοιχειώδες σωματίδιο που πάνω του δεν ασκούνται ισχυρές αλληλεπιδράσεις (αντίθετα με το αδρόνιο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λεπτόνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στοιχειώδη σωματίδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)