μάγιστρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάγιστρος αρσενικό
- (ιστορία) ανώτατο αξίωμα της ύστερη Ρωμαϊκή και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (μάγιστρος τῶν ὀφφικίων)
- (ιστορία) ανώτατος αρχηγός ιπποτικών ταγμάτων (μέγας μάγιστρος)
- (παρωχημένο) έμπειρος τεχνίτης, μάστορας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μάγιστρος
Πηγές
[επεξεργασία]- μάγιστρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μάγιστρος στο lsj.gr.