νεοφλοιός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.o.fliˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐φλοι‐ός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νεοφλοιός αρσενικό
- (ανατομία, ιατρική) το ανώτερο στρώμα του εγκεφαλικού φλοιού των θηλαστικών, το οποίο εμπλέκεται σε εγκεφαλικές λειτουργίες υψηλότερης τάξης, όπως η αισθητηριακή αντίληψη, η γνωστική λειτουργία, η παραγωγή κινητικών εντολών, οι συλλογισμοί, η γλώσσα κ.λπ.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 νεοφλοιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)