παιχνίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παιγνίδι, Κατηγορία:Παιχνίδια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιχνίδι τα παιχνίδια
      γενική του παιχνιδιού των παιχνιδιών
    αιτιατική το παιχνίδι τα παιχνίδια
     κλητική παιχνίδι παιχνίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παιχνίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παιγνίδι < παιγνίδιον < αρχαία ελληνική παίγνιον < παίζω < παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wids < *peh₂u-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈxni.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐χνί‐δι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παιχνίδι ουδέτερο

  1. αντικείμενο ή δραστηριότητα ευχαρίστησης, διασκέδασης, ψυχαγωγίας και μερικές φορές, άσκησης και μάθησης
    → δείτε και τις λέξεις παίγνιο, παρτίδα και σπαζοκεφαλιά
  2. παιδιά / αθλοπαιδιά
  3. αγώνας, ματς, αθλητική αναμέτρηση
    ⮡  Η λήξη του παιχνιδιού βρήκε τις δύο ομάδες ισόπαλες.
  4. χαρτοπαικτική παρτίδα
  5. σκορ
    ⮡  Πόσο είναι το παιχνίδι;
  6. σύνολο βαθμών ή πόντων απαιτούμενων για να κερδηθεί ένας αγώνας
    ⮡  Ποιο είναι το παιχνίδι;
  7. τακτική και στρατηγική σε παιγνίδι, τρόπος παιξίματος
    ⮡  κάνει σκληρό παιχνίδι
  8. τέχνασμα, κόλπο, απάτη, εξαπάτηση
    ⮡  παίζονται άσχημα παιχνίδια
  9. πλάκα, αστείο
  10. επιδίωξη, σκοπός
  11. κάτι πολύ εύκολο
    ⮡  Κάτι τέτοια, για σένα θα είναι παιχνίδι.
  12. έρμαιο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]