πεκινουά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ci.nuˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐κι‐νου‐ά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πεκινουά ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) είδος μικρόσωμης ράτσας σκύλου
- ※ Τα πιτ μπουλ, τα πεκινουά, τα λυκόσκυλα, τα κοκεράκια και όλοι οι σκύλοι, είναι απόγονοι μερικών λύκων της Απω Ανατολής που έδειξαν φιλικότητα προς τον άνθρωπο πριν από 15 χιλιάδες χρόνια.
- Tim Radford, καλύτερος φίλος του ανθρώπου έχει ασιατική καταγωγή, Η Καθημερινή, 23 Νοεμβρίου 2002
- ※ Τα πιτ μπουλ, τα πεκινουά, τα λυκόσκυλα, τα κοκεράκια και όλοι οι σκύλοι, είναι απόγονοι μερικών λύκων της Απω Ανατολής που έδειξαν φιλικότητα προς τον άνθρωπο πριν από 15 χιλιάδες χρόνια.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Πεκίνο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- πεκινουά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πεκινουά
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πεκινουά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κινεζικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)