πιστωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιστωτής | οι | πιστωτές |
γενική | του | πιστωτή | των | πιστωτών |
αιτιατική | τον | πιστωτή | τους | πιστωτές |
κλητική | πιστωτή | πιστωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιστωτής < πιστώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιστωτής αρσενικό
- (οικονομία) πρόσωπο ή εταιρία στην οποία χρωστά κάποιος, μετά από την παροχή υπηρεσιών, αγαθών, ή χρημάτων χωρίς άμεση ανταμοιβή