ποδιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σποδιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδιά οι ποδιές
      γενική της ποδιάς των ποδιών
    αιτιατική την ποδιά τις ποδιές
     κλητική ποδιά ποδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ποδιά μαγείρισσας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδιά < μεσαιωνική ελληνική ποδέα < πόδι < αρχαία ελληνική πούς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποδιά θηλυκό

  1. (ενδυμασία) ρούχο που καλύπτει συνήθως μόνο το μπροστινό μέρος του σώματος και δένεται πίσω από τη μέση ή/και στον αυχένα· φοριέται κατά τη διάρκεια εργασιών, για να μη λερωθούν τα υπόλοιπα ρούχα
    ⮡  η ποδιά της νοικοκυράς
  2. η σχολική ποδιά: απλό ρούχο γαλάζιου χρώματος που κούμπωνε μπροστά και το φορούσαν παλιότερα οι μαθητές και οι μαθήτριες
  3. (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε εξάρτημα καλύπτει και προστατεύει
  4. (αυτοκίνητο) προστατευτικό κάλυμμα στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου που καταλήγει στον προφυλακτήρα και προστατεύει τον κινητήρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη πόδι

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]