πούθε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πούθε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πόθεν με επίδραση του πού[1]
Επίρρημα
[επεξεργασία]πούθε
- (λαϊκότροπο) από πού
- ※ Πούθε έρχεσαι, Φραγκίσκο μου; ρώτησε τέλος με ψυχοπόνια. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- ※ κι από πούθε κατεβαίνει
Βαγγελιώ μου η παινεμένη (τραγούδι: Ένα νερό κυρα-Βαγγελιώ)
- (λαϊκότροπο) πού
- ※ Έξω από την Αγία Αικατερίνη, στάθηκε μη ξέροντας πούθε να πάει. (Άγγελος Τερζάκης (1937) Η μενεξεδένια πολιτεία [μυθιστόρημα])
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- ποῦθε (παλιότερη γραφή, πολυτονικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πούθε
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πούθε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)