προτροπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προτροπή οι προτροπές
      γενική της προτροπής των προτροπών
    αιτιατική την προτροπή τις προτροπές
     κλητική προτροπή προτροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Προτροπή (prompt) και αναμονή για εντολή σε ένα BBC Micro 32K

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτροπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προτροπή < προτρέπω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɾo.tɾoˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐τρο‐πή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προτροπή θηλυκό

  1. η παρακίνηση με λόγια, συμβουλές, κίνητρα κλπ
  2. (πληροφορική) στην διεπαφή γραμμής εντολής η αναμονή για πληκτρολόγηση εντολής σε λειτουργικό σύστημα ή άλλο πρόγραμμα[1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 29 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προτροπή αἱ προτροπαί
      γενική τῆς προτροπῆς τῶν προτροπῶν
      δοτική τῇ προτροπ ταῖς προτροπαῖς
    αιτιατική τὴν προτροπήν τὰς προτροπᾱ́ς
     κλητική ! προτροπή προτροπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προτροπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  προτροπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προτροπή < (προτρέπω) προ-τροπ- (δείτε τρέπω) +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

προτροπή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]