σίγουρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σίγουρος | η | σίγουρη | το | σίγουρο |
γενική | του | σίγουρου | της | σίγουρης | του | σίγουρου |
αιτιατική | τον | σίγουρο | τη | σίγουρη | το | σίγουρο |
κλητική | σίγουρε | σίγουρη | σίγουρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σίγουροι | οι | σίγουρες | τα | σίγουρα |
γενική | των | σίγουρων | των | σίγουρων | των | σίγουρων |
αιτιατική | τους | σίγουρους | τις | σίγουρες | τα | σίγουρα |
κλητική | σίγουροι | σίγουρες | σίγουρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίγουρος < μεσαιωνική ελληνική σιγούρος < σεγούρος < βενετική seguro < λατινική securus < se- (στερητικό) + cura (: έγνοια, φροντίδα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsi.ɣu.ɾos/ αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]σίγουρος, -η, -ο
- που προκαλεί το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης, που απομακρύνει το αίσθημα της αβεβαιότητας και της ανησυχίας
- σίγουρο αυτοκίκητο / κόλπο / λιμάνι / καταφύγιο
- (για πρόσωπο) που νιώθει ασφάλεια ή / και βεβαιότητα για κάτι
- είσαι σίγουρος ότι έτσι πρέπει να γίνει;
- που θεωρείται αναμφισβήτητος, βέβαιος κι εξασφαλισμένος
- η επιτυχία του είναι σίγουρη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ασιγούρευτος
- σίγουρα
- σιγουράδα
- σιγουράντζα
- σιγουράρισμα
- σιγουράρω
- σιγούρεμα
- σιγουρεύομαι
- σιγουρεύω
- σιγουριά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)