σμέουρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σμέουρο | τα | σμέουρα |
γενική | του | σμέουρου | των | σμέουρων |
αιτιατική | το | σμέουρο | τα | σμέουρα |
κλητική | σμέουρο | σμέουρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σμέουρο < (πιθανόν) μούρο[1] < αρχαία ελληνική μόρον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈzme.u.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμέ‐ου‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμέουρο ουδέτερο
- καρπός της σμεουριάς, μικρό χυμώδες κόκκινο φρούτο με γλυκόξινη γεύση, που μοιάζει στην όψη και είναι συγγενές με το βατόμουρο
- ※ Ἄχ, τί ὡραῖα σμέουρα καὶ φράουλες! εἶπε χαρούμενη ἡ Παλάβω. (Πηνελόπη Δέλτα, Παραμύθι χωρὶς ὄνομα, 1910)
- ※ (μαρτυρείται από το 1895)raspberry:Ἰδαῖον βάτον, «σμέουρο»· raspberry bush: Ἰδαία βάτος, «σμεουριά» (A.N.Jannaris, English and modern Greek languages, 1895)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- σμούρο (διαλεκτικός τύπος)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- ιρλανδικά γαελικά: smeur (en) (ονομαστική πληθυντικού: smeura (en)) < πρωτοκελτική *smiyoros
- βάτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σμέουρο
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)