σοκάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σοκάκι | τα | σοκάκια |
γενική | του | σοκακιού | των | σοκακιών |
αιτιατική | το | σοκάκι | τα | σοκάκια |
κλητική | σοκάκι | σοκάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοκάκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سوقاق (sokak), τουρκικά sokak [ < αραβική زقاق (zuqāq) ] + -ι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σοκάκι ουδέτερο
- στενό δρομάκι ανάμεσα σε κτίσματα
- ※ Στου Προφήτη Ηλία τα σοκάκια, τα σοκάκια | γέμιζα φιλιά τα μαλλιά σου | μ' άστρα την ποδιά σου.
- τραγούδι «Στου Προφήτη Ηλία τα σοκάκια», στίχοι: Γιώργος Παπαστεφάνου, μουσική: Δήμος Μούτσης, α΄ ερμηνεία: Σταμάτης Κόκοτας.
- ※ Στου Προφήτη Ηλία τα σοκάκια, τα σοκάκια | γέμιζα φιλιά τα μαλλιά σου | μ' άστρα την ποδιά σου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)