σου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- σου (αντωνυμία) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σοῦ
Προφορά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 1
[επεξεργασία]σου
- κτητική αντωνυμία δεύτερου προσώπου ενικού για έναν κτήτορα: δικός σου
- ↪ Η αδερφή σου ήρθε
- ↪ Ο αδερφός σου είπε (ο δικός σου αδερφός)
- Δείτε και το σού ως #προσωπική αντωνυμία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 2
[επεξεργασία]σου ή σού
- προσωπική αντωνυμία δεύτερου προσώπου στη γενική ενικού (ονομαστική εσύ)· χρησιμοποιείται ως έμμεσο αντικείμενο
- ↪ Τι σου είπε ο αδελφός σου;
- ↪ Ο αδερφός σού είπε (είπε σε σένα)
- Για τον τόνο στο σού δείτε Παράρτημα:Γραμματική (νέα_ελληνικά)#μονοσύλλαβα με τόνο.
- παλιότερη γραφή: σοῦ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- σου < (λόγιο δάνειο) γαλλική chou
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό 1
[επεξεργασία]σου ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ετυμολογία 4
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό 2
[επεξεργασία]σου ουδέτερο άκλιτο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) απαγγελία του γράμματος σίγμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Αντωνυμίες - Χατζησαββίδης Σωφρόνης. Χατζησαββίδου Αθανασία. Γραμματική νέας ελληνικής γλώσσας Γυμανσίου
Πηγές
[επεξεργασία]- σου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]σου
- (προσωπική αντωνυμία) β΄ πρόσωπο γενική ενικού του ἐγώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]η προσωπική αντωνυμία | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
πτώσεις | ενικός | |||||
ονομαστική | ἐγώ | σύ | — | |||
γενική | ἐμοῦ, μου | σοῦ, σου | (οὗ) | |||
δοτική | ἐμοί, μοι | σοί, σοι | οἷ, οἱ | |||
αιτιατική | ἐμέ, με | σέ, σει | (ἕ) | |||
κλητική | (οὗτος) | (αὕτη) | — | |||
πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | ἡμεῖς | ὑμεῖς | (σφεῖς) | |||
γενική | ἡμῶν | ὑμῶν | (σφῶν) | |||
δοτική | ἡμῖν | ὑμῖν | (σφίσι(ν)) | |||
αιτιατική | ἡμᾶς | ὑμᾶς | (σφᾶς) | |||
κλητική | — | — | — | |||
πτώσεις | δυϊκός | |||||
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
ονομαστ.αιτιατ. | νώ, νῶϊ | σφώ, σφῶϊ | — | |||
γενική-δοτική | νῷν | σφῷν | — | |||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες |
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (νέα ελληνικά)
- Κτητικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Προσωπικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Γράμματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)