συμπληρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμπληρώνω < αρχαία ελληνική συμπληρῶ [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /si(m).bliˈɾo.no/
Ρήμα
[επεξεργασία]συμπληρώνω (παθητική φωνή: συμπληρώνομαι)
- προσθέτω περιεχόμενο σε κάτι ελλιπές, ώστε να ολοκληρωθεί
- προσθέτω πληροφορίες σε μια αίτηση, έντυπο ή έγγραφο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμπληρώνω | συμπλήρωνα | θα συμπληρώνω | να συμπληρώνω | συμπληρώνοντας | |
β' ενικ. | συμπληρώνεις | συμπλήρωνες | θα συμπληρώνεις | να συμπληρώνεις | συμπλήρωνε | |
γ' ενικ. | συμπληρώνει | συμπλήρωνε | θα συμπληρώνει | να συμπληρώνει | ||
α' πληθ. | συμπληρώνουμε | συμπληρώναμε | θα συμπληρώνουμε | να συμπληρώνουμε | ||
β' πληθ. | συμπληρώνετε | συμπληρώνατε | θα συμπληρώνετε | να συμπληρώνετε | συμπληρώνετε | |
γ' πληθ. | συμπληρώνουν(ε) | συμπλήρωναν συμπληρώναν(ε) |
θα συμπληρώνουν(ε) | να συμπληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμπλήρωσα | θα συμπληρώσω | να συμπληρώσω | συμπληρώσει | ||
β' ενικ. | συμπλήρωσες | θα συμπληρώσεις | να συμπληρώσεις | συμπλήρωσε | ||
γ' ενικ. | συμπλήρωσε | θα συμπληρώσει | να συμπληρώσει | |||
α' πληθ. | συμπληρώσαμε | θα συμπληρώσουμε | να συμπληρώσουμε | |||
β' πληθ. | συμπληρώσατε | θα συμπληρώσετε | να συμπληρώσετε | συμπληρώστε | ||
γ' πληθ. | συμπλήρωσαν συμπληρώσαν(ε) |
θα συμπληρώσουν(ε) | να συμπληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμπληρώσει | είχα συμπληρώσει | θα έχω συμπληρώσει | να έχω συμπληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμπληρώσει | είχες συμπληρώσει | θα έχεις συμπληρώσει | να έχεις συμπληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμπληρώσει | είχε συμπληρώσει | θα έχει συμπληρώσει | να έχει συμπληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμπληρώσει | είχαμε συμπληρώσει | θα έχουμε συμπληρώσει | να έχουμε συμπληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμπληρώσει | είχατε συμπληρώσει | θα έχετε συμπληρώσει | να έχετε συμπληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμπληρώσει | είχαν συμπληρώσει | θα έχουν συμπληρώσει | να έχουν συμπληρώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ολοκληρώνω κάτι ελλιπές
γεμίζω ένα έγγραφο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συμπληρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας