συνταξιοδοτούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνταξιοδοτούμαι < συνταξιοδοτώ
Ρήμα
[επεξεργασία]συνταξιοδοτούμαι
- παίρνω σύνταξη
- ο διευθυντής συνταξιοδοτήθηκε