σύμπαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύμπαν | τα | σύμπαντα |
γενική | του | σύμπαντος | των | συμπάντων |
αιτιατική | το | σύμπαν | τα | σύμπαντα |
κλητική | σύμπαν | σύμπαντα | ||
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύμπαν < αρχαία ελληνική σύμπαν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύμπας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύμπαν ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- λόγιο: σύμπας κόσμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συμπαντικός
- συμπαντογένεση
- συμπαντολογία
- σύμπας
- → δείτε τις λέξεις συν και πας