τελευτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τελευτῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τελευτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελευτῶ, συνηρημένος τύπος του τελευτάω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /te.leˈfto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λευ‐τώ

τελευτώ/τελευτάς, τελευτά, ..., πρτ.: τελευτούσα, αόρ.: τελεύτησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (λόγιο) πεθαίνω
  2. (λόγιο) τελειώνω
    Ο πρόεδρος τελεύτησε τη θητεία του

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]