τζετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τζετ < αγγλική jet < παλαιά γαλλική get / giet < δημώδης λατινική *iectus / *jectus < λατινική iactus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος iacio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdzet/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζετ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αεροπορικός όρος) αεριωθούμενο
  2. ακροφύσιο απ’ όπου εξέρχεται με δύναμη νερό ή άλλα υγρά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

τζετ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]