τζετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζετ < αγγλική jet < παλαιά γαλλική get / giet < δημώδης λατινική *iectus / *jectus < λατινική iactus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος iacio
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζετ ουδέτερο άκλιτο
- (αεροπορικός όρος) αεριωθούμενο
- ακροφύσιο απ’ όπου εξέρχεται με δύναμη νερό ή άλλα υγρά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]τζετ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αεριωθούμενο
|
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)