τυμβωρύχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυμβωρύχος < αρχαία ελληνική τυμβωρύχος <τύμβος + ὀρύσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυμβωρύχος αρσενικό
- αυτός που παραβιάζει αρχαίους τάφους για να συλήσει το περιεχόμενό τους
- ※ Ο τυμβωρύχος, εκείνος δηλαδή ο οποίος ανασκάπτει κρυφίως αρχαίους τάφους και σχίζει τα στέρνα της γης δια να ανεύρη και κλέψη αρχαία κειμήλια, ομοιάζει με τον ιερόσυλον, ο οποίος θραύει την θύρα του ναού δια να κλέψει τα ιερά σκεύη... (Εμμανουήλ Λουκούδης, Αναγνωστικό της Έκτης Δημοτικού, 1964, κεφάλαιο Αρχαιότητες)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τύμβος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυμβωρύχος