χονδροειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χονδροειδής | η | χονδροειδής | το | χονδροειδές |
γενική | του | χονδροειδούς* | της | χονδροειδούς | του | χονδροειδούς |
αιτιατική | τον | χονδροειδή | τη | χονδροειδή | το | χονδροειδές |
κλητική | χονδροειδή(ς) | χονδροειδής | χονδροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χονδροειδείς | οι | χονδροειδείς | τα | χονδροειδή |
γενική | των | χονδροειδών | των | χονδροειδών | των | χονδροειδών |
αιτιατική | τους | χονδροειδείς | τις | χονδροειδείς | τα | χονδροειδή |
κλητική | χονδροειδείς | χονδροειδείς | χονδροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χονδροειδής (μαρτυρείται από το 1856)[1] < (απόδοση) γαλλική grossier[2][3] ή (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική condroide, «μαλακός όγκος που μοιάζει με χόνδρο» < χόνδρος < χόνδρ(ος) + -ο- + -ειδής[4]
Επίθετο
[επεξεργασία]χονδροειδής
- άξεστος, άπρεπος
- Τι χονδροειδής χειρονομία ήταν αυτή;
- ανόητος, κάτι που αρμόζει μόνον σε ανόητο, αδαή,
- χονδροειδές λάθος
- που απευθύνεται σε αφελείς ή που είναι πλασμένος από αφελή, (ή από κάποιον ταραγμένο που δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο), που δεν είναι επεξεργασμένος στις λεπτομέρειές του ώστε να πείθει
- Χονδροειδές ψέμα. Περίμενες αλήθεια να το χάψω;
- Μόνο αυτός μπορούσε να ξεφουρνίσει τόσο χονδροειδές ψέμα
- Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε για «χονδροειδή και αμετροεπή παραποίηση της αλήθειας» τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ
- κακόγουστος, ίσως και πολύ ενοχλητικός, συνώνυμο του χοντροκομμένου και κατά μία έννοια της χοντράδας
- χονδροειδές το αστείο σου
- χονδροειδής φάρσα
- κακοφτιαγμένος, πρόχειρος, χωρίς λεπτομέρειες, χοντροκομμένος ή ογκώδης (έννοιες που δεν πολυσυνηθίζονται πια)
- χονδροειδής κατασκευή
- το επίθετο χρησιμοποιείται και για ζωοοτροφές (π.χ. τα άχυρα) που περιέχουν πολλές ίνες οι οποίες δεν πέπτονται (υιοθετήθηκε γα να αποδοθεί το αμερικανικό roughage επειδή αυτές οι τροφές δεν είναι επεξεργασμένες και παρέχουν όγκο αλλά όχι και τα στοιχεία που περιέχουν οι συμπυκνωμένες ή και σύνθετες ζωοτροφές σε αντιδιαστολή προς τις οποίες χρησιμοποιείται συχνά ο όρος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 1115, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ χονδροειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ χονδροειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- χονδροειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χονδροειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ειδής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)