όλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όλο < μεσαιωνική ελληνική ὅλο < αρχαία ελληνική ὅλον < ὅλος
Επίρρημα
[επεξεργασία]όλο
- (χρονικό επίρρημα) συνεχώς
- Όλο περπατάω, μα πού πάω, πού να πάω, / όνειρα κι αγάπες έχουν όλα προδοθεί, / τώρα οδοιπόρος τραβάω για τ’ Άγιον Όρος, / αχ, τον κόσμο τούτονε τον έχω βαρεθεί. (Από τραγούδι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου)
- όλο και: δίνει επιτατική σημασία σ' αυτά που ακολουθούν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όλο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]όλο