татко
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]татко (bg) αρσενικό
- ο μπαμπάς
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]татко (mk) (tatko)
татко (bg) αρσενικό
татко (mk) (tatko)